.

.
.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ούλα τα καλά σ' αξίζουνε άντρα μου!


Τα καυτά φιλιά που του έδινε η Ραλλού κρατώντας την ανάσα της για να μην αηδιάζει από τη βαριά μυρωδιά του, είχαν τρελάνει τον Κωτσή.
- Κι εγώ σ' αγαπώ αλλά δεν ημπορούμε να προχωρήσουμε... Και να, ήθελα να σ' ειπώ ότι σήμερα είναι η τελευταία φορά που βλεπούμαστε...
- Γιατί; Σήμερα αρχίζουμε τη ζωή μας μαζί, θα σε στεφανώσω!
- Να, υπάρχουν πράματα για μένα που δεν τα ξεύρεις... Δεν είμαι κορίτσι... Είχα παντρευτεί πριν λίγα χρόνια αλλά ο άντρας μου βγήκε σκάρτος... Έχω κι ένα παιδάκι, κορίτσι είναι, με τη μάνα μου μένει το πιο πολύ...
Ο Κωτσής ξαφνιάστηκε. Ξαναμμένος από τα χάδια της, έχοντας πιει και μπόλικο ούζο για να πάρει θάρρος, νόμιζε ότι τα άκουγε σαν σε όνειρο. Γάμος, διαζύγιο και παιδί; 
Η Ραλλού κατάφερε να κλάψει ψεύτικα βέβαια, κάνοντάς τον να νιώθει τύψεις.
- Έδιωξα ούλα τα προξενιά που μ' ήστειλαν... Με γυρεύουνε πολλοί που ήμαθαν για την ατυχία μου κι η μάνα μου με ζορίζει πολύ... Γραφιάδες, αξιωματικοί, από μεγάλα τζάκια! Με λέγει που πρέπει να σιάξω τη ζωή μου, επειδής είμαι νέα.  Αλλά εγώ απέ τη μέρα που σ' ηγνώρισα, μυαλό για άλλον άντρα δεν έχω... Εσύ δεν ήξευρες τίποτις κι αγάπησες εμένα, την κόρη μου όμως... 
Το παραμύθι που του πούλησε το πίστεψε ο αθώος Κωτσής. Αφού τέτοιοι άνθρωποι τη θέλουν κι ας είναι χωρισμένη και με παιδί, γιατί να μη την πάρει αυτός να τον ζηλεύουν οι άλλοι; 
- Εγώ γράμματα πολλά δεν ηξεύρω... Παιδάκι ήρθα απ' το χωριό κι ηγίνηκα παραγιός του θείου μου... Οι γονιοί μου στα χωράφια δουλεύανε και τ' αδέρφια μου, αμά εγώ πρόκοψα πιο πολύ! Ήμαθα τη δουλειά κι ηγίνηκα ο πρώτος εδώ πέρα. Άμα σχωρέθηκε ο θείος, με τσοι παράδες που είχα μαζώξει ήδωκα μπροστά κι είχα μερτικό απ' το μαγαζί. Με τη δούλεψή μου ήβγαλα και τα υπόλοιπα, ηγίνηκε το μισό δικό μου. Εκεί πλάγιαζα κι ήτρωγα. Τα παιδιά του δεν το κράτησαν, ήκαμαν τη μεγάλη ζωή κι έτσι το πουλήσανε. Με τοις παράδες ήκαμαν γραφείο, μεγάλοι και τρανοί ηγινήκανε! Με ήδωκαν όσα μου ήπρεπε, αδικία δεν ήκαμαν. Τυχεροί ούλοι ήμασταν γιατί ήπιασε φωτιά ένα βράδυ κι ηγίνηκε στάχτη! Παράδες άλλοι να το σιάξει απ' την αρχή δεν είχενε αυτός που το πήρε, τα είχε ρίξει στην αγορά του. Αυτό εδώ το μαγαζί απέ μια τρούπα το ξεκίνησα με λίγα πράματα κι άμα ηπιάστηκα το μεγάλωσα. Στη μπάνκα έχω παράδες μπόλικοι που θα πάρω σπίτι για να ζήσω με τη γυναίκα που θα πάρω και τα παιδιά μας! Γιατί θα στεφανωθούμε και θα κάμεις κι άλλο παιδί μαζί μου, ε; Όχι παιδί, παιδιά πολλά, να γιομίσει το σπίτι απ' τσι φωνές τους! 

Οι γονείς και τ' αδέρφια του ξεκίνησαν πόλεμο. Καβγάδες και φασαρίες καθημερινά, μπλέχτηκε και το υπόλοιπο σόι μήπως και του αλλάξουν μυαλό. Σε καμία περίπτωση δε μπορούσαν να δεχτούν ότι ο ακόμα ανύπαντρος  γιος τους που τον ήθελαν οι καλύτερες κοπέλες του χωριού, τίμιες κι αγνές, θα έπαιρνε γυναίκα από δεύτερο χέρι και με παιδί. Δεν του άξιζε τέτοιος γάμος. Ο μεγάλος του αδερφός ρώτησε κι έμαθε για τη Ραλλού κι η κατάσταση χειροτέρεψε... 
- Το φίλο του αρρεβωνιάρη τση που απόθανε πήρε! Το χώμα που τον σκέπασε ακόμα φρέσκο ήτουνε κι αυτή τον ηκαπάρωσε! 
Χαμένα τα είχε ο Κωτσής. Η λογική του έλεγε ότι έπρεπε να τους ακούσει και της ζήτησε το λόγο για όσα ακούγονταν.
- Ούλα τα αρνήθηκε αυτή! Τον Τίμο ήθελε να πάρει είπε, αμά η μάνα τση την ήδινε το σχωρεμένο! Τελικά είχε δίκιο κι ήφταιγε που δεν την ήκουσε κι ηκακόπεσε με δαύτονε! Και τον ήκαμνε εκβιασμό που θα πάρει ένα συμβολαιογράφο νέο κι έμορφο, που η φαμίλια του την ήθελε πολύ! Γιατί εκείνοι δεν ήντουσαν χωριάτες, μα αθρώποι μορφωμένοι με άλλα μυαλά που δεν ήδιναν σημασία σε τέτοια πράματα. Κι άμα είχενε στην πλάτη τση γάμο και παδί καθόλου δεν τσ' ήνοιαζε, εκείνη ήθελαν που ήτουνε γυναίκα ωραία, καλή και νοικοκερά. Με τα πολλά που τον ήκαμνε, να κι αυτός σώγαμπρος στο σπίτι! Περιποιήσεις, φαγιά, ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα κάθε ημέρα, σα γαμπρός ηπήγαινε στο μαγαζί! Ήβγαινε με το πούλουδο στο πέτο, ήβαλε κι έναν ακόμα μικρό στο μαγαζί κι ούτε ήπιασε ποτές ξανά τσι ρέγγες και τσι σαρδέλες στα χέρια του! Μόνο στο μπεζαχτά* που μέτραε τσοι παράδες και τσ' ήδινε μπόλικοι να ετοιμάσουνε το γάμο! 
Έξι μήνες ήταν αρκετοί για τον συνηθίσει και να τον αγαπήσει η μικρή Τριανταφυλλιά. Το σπίτι της γιαγιάς ήταν γεμάτο με ο,τι λαχταρούσε η παιδική ψυχή της! Ο φούρνος έψηνε καθημερινά λαμαρίνες με πίτες που τα φύλλα τους ήταν γεμισμένα με πολλών ειδών τυριά κι αλλαντικά, που μοιράζονταν απλόχερα ακόμα και στις γειτόνισσες. Ο Κωτσής, ορμηνεμένος από τη μάνα της, γύριζε  το βράδυ με τα χέρια πάντα γεμάτα. Και ζηλευτά γλυκά και παιχνίδια κι ωραία ρούχα που είχε από πριν διαλέξει η Ραλλού. Έτσι το κοριτσάκι δεν άργησε να τον συμπαθήσει. Στο μεταξύ ο πατέρας της είχε μπλεχτεί με μια πολύ μικρότερή του κι επειδή οι γονείς της δεν τον ήθελαν την είχε πάρει μακριά και συζούσαν. Ντροπή μεγάλη τότε, να ζει μαζί ζευγάρι αστεφάνωτο και πού να τολμούσε εκείνος να γυρίσει που θα τον ξέσχιζαν οι δικοί της! Η Ραλλού έτριβε τα χέρια της από χαρά που δε θα τον είχε στα πόδια της, να βάζει λόγια και στο παιδί τους. 
Ο γάμος έγινε χωρίς κανείς από τους δικούς του να παρευρεθεί κι οι νιόπαντροι πήγαν στο δικό τους σπίτι. 
Ο Κωτσής χαλάλισε πολλούς παράδες για να στεγάσει τον έρωτά του με τη γυναίκα που πήρε και καμάρωνε. Ωραία έπιπλα, κάδρα, ασημικά, χαλιά, όλα βαλμένα με τάξη. Γούρλωσε τα μάτια όταν είδε τα μεταξωτά σεντόνια στο κρεβάτι που ξάπλωσαν. 
- Πω πω πω! Μήτε στον ύπνο μου δεν είχα ιδεί τέτοια πράματα!
- Ούλα τα καλά σ' αξίζουνε άντρα μου! Άμα είχες πάρει καμιά απ' αυτές που σ' ηπροξενεύγανε, στην κακομοιριά θα σ' είχενε!
 Η μικρούλα τους πρώτους μήνες κοιμόταν στη γιαγιά, τάχα για να χαρεί το αντρόγυνο ξένοιαστο το μέλι του γάμου. Η αλήθεια ήταν βέβαια ότι το κοριτσάκι μέσα στο σπίτι τους θα έβαζε αμέσως το γαμπρό μπροστά στις ευθύνες του κι ήθελαν να το αποφύγουν με κάθε τρόπο. Τα είχαν συμφωνήσει μάνα και κόρη όταν τον διπλάρωναν. Με τον Κωτσή σχεδόν όλη μέρα στο μαγαζί, η Ραλλού έπαιρνε την Τριανταφυλλιά από το σχολείο που την πήγαινε η γιαγιά κάθε πρωί και περνούσαν τις υπόλοιπες ώρες μαζί. 

- Βάλε την κυρία Μαρίκα απέ τσι καβουρμάδες που ήφερα σήμερα και την κυρία Σουλτάνα τα φασούλια τα βραστερά! Τα άλλα που θέλουνε εγώ θα τσοι τα δώκω! Χα χα χα! Δεν το ξεχνάω μπρε συμπεθέρα που επήγαμε κείνη τη μέρα να ψουνίσουμε! Τυποδεμένος* και καθαρός με τις άσπρες κάλτσες και το γελέκο του! Κι άμα ο μικρός δε μπόραγε να βγάλει το βαρέλι από πίσω κι ο άλλος εξυπερετούσε τον κόσμο όξω, έβανε τη μακριά ποδιά να βοηθήσει μη και λερώσει τα ρούχα του και τον φωνάζει η Ραλλού που βρομάει! 
- Τον είχενε στρώσει όπως ήθελε αυτή! Ούλη την ώρα στο μπάνιο τον ήχωνε και τη βδομάδα μια φορά στο χαμάμ! Χα χα χα! Τίποτις δεν έχω μπρε γυναίκα, καθαρός είμαι την ήλεγε, αμά εκείνη δεν ήθελε να ξαπλώνει μαζί τση άπλυτος! Μα τα χέρια μου ήπλυνα, το μούτρο μου σαπούνισα, το χαβά τση αυτή! Μπουκάλια τον ήπαιρνε τσι κολόνιες απέ το μυροπωλείο και τον ήλουζε απέ πάνου ως κάτου! Η αλήθεια ηγίνηκε αγνώριστος κι άμα ήβγαινε ούλοι τον κοιτάζανε καλά καλά! Τση δουλειάς του τα ρούχα τα ήδωκε πλυμένα στσι κατσιβέλες, μήτε να τα ιδεί πια δεν ήθελε! Στσι βολτέτζες με το κουστούμι του, ηκαμάρωνε κι αυτή δίπλα του κι ήλεγε σε ούλοι που ο άντρας τση είναι μεγαλέμπορος! Ήβγαζε πάντως λίρες με ουρά, έτσι ήκαμαν περιουσία! 
- Καλά που τον είχανε δώκει νωρίς και τα χωράφια οι γονιοί του να λέγεις και μάζωξε πιο πολλά! Έτσι που γινήκανε άστα να πάνε... Θα τον αποκληρώνανε που τήνε πήρε! Κι άλλοι τότες κάμανε τα ίδια στα παιδιά τους και στο τέλος παρατούσανε τις κοπέλες μη και χάσουνε σπίτια και χωράφια...
Με τα χρόνια χαλάρωσε λίγο η Ραλλού. Κακά τα ψέματα, με τέτοιο μαγαζί που δεν προλάβαινε να πουλάει ολημερίς και τα σακιά και τα βαρέλια πηγαινοέρχονταν συνεχώς, ο άντρας της δε μπορούσε να μη συμμετέχει. Του έθεσε όμως τον όρο όταν κυκλοφορούσε έξω να φοράει πάντα τα ρούχα που του ετοίμαζε. Η "στολή εργασίας" που δεν υστερούσε και πολύ σε γούστο, ήταν μόνο για μέσα στο μαγαζί. 
Το σόι του πεισμωμένο δεν πάτησε ξανά. Μια φορά που πέρασε η αδερφή του να τον δει την καλοδέχτηκε αλλά εκείνη πάγωσε όταν είδε τη Ραλλού όρθια στο μικρό καμαράκι να την κοιτάζει με βλέμμα μοχθηρό. Είχε πάρει κι αρκετά κιλά από την καλοφαγία, ήταν και ψηλή γυναίκα κι όταν μίλησε ακούστηκε η φωνή της βροντερή κι αυταρχική. 
- Το βράδυ να μην αργήσεις Κωτσή, έχομε βίζιτα! Ούλος ο καλός κόσμος θα έρτει πάλι στο σπίτι μας! 
Σπόντα για να διώξει την αδερφή του ήταν. Να καθυστερήσει δε μπορούσε, έπρεπε να ετοιμάσει τα τραταμέντα.
- Η μάνα τση ήτουνε απ' το πρωί χωμένη στην κουζίνα κι ήστηνε το τραπέζι τση σάλας. Μακάριζε την τύχη τση κόρης τση που είχε του κόσμου τα αγαθά κι ένα τόσο καλό σύζυγο. Κείνη τη μέρα θα αριβάριζε η Καλλιρρόη με τα παιδιά και το γαμπρό τση κι ήθελαν να τσ' ηκάμουνε εντύπωση! 
Νωρίς το πρωί την είχε συναντήσει στο φούρνο η Μαρίκα και παραξενεύτηκε που αγόρασε τόσα καρβέλια.
- Μουσαφιρλίκια έχει η κόρη μου Μαρικάκι! Πάρε τη συμπεθέρα σου και περάστε!
Πολιτικός Μηχανικός ο γιος της Σουλτάνας, μορφωμένος πολύ κι ο άλλος γαμπρός της Μαρίκας, ήταν πάντα καλοδεχούμενες στο σπίτι της Ραλλούς. Ο Κωτσής τις είχε σε μεγάλη εκτίμηση, πάντα υποκλινόταν στους ανθρώπους που ήξεραν πολλά γράμματα και στους γονείς τους φυσικά. Καμάρωνε για τον κύκλο της γυναίκας του, το ωραίο τους σπίτι που έλαμπε από πάστρα χάρη στην αξιοσύνη της και τη βοήθεια της πεθεράς του και μακάριζε την τύχη για τη νέα του ζωή.
- Όταν γύριζε κι ήβγανε τα ρούχα του κι ηπλενούντανε, τον είχε έτοιμη τη ρόμπα και τσι παντούφλες! Τέτοια περιποίηση για κείνον που δεν τα ήξευρε αυτά, μήτε που θα μπορούσε να τη φανταστεί! Το παιδί ήμενε πια μαζί τως και τα βράδια κι η αλήθεια τον είχενε αγαπήσει πολύ!
- Να τον κάμεις κι ένα δικό του παιδάκι μπρε κόρη μου, κρίμας είναι! Θα σ' ιδεί αλλιώς και το σόι του...
- Σιγά μη τον κάμω! Να λωλαθεί μαζί του που θα είναι αίμα του και να χάσει η Τριανταφυλλιά μας τα χάδια και την περιουσία; 


Τα χρόνια περνούσαν κι αυτός ήταν ο μόνος καημός που έτρωγε τα σωθικά του Κωτσή. Η πανέξυπνη Ραλλού είχε λάβει τα μέτρα της κι έριχνε με τρόπο το φταίξιμο σ' εκείνον. Ορμήνεψε και το παιδί που τον φώναζε μπαμπά κι έπεφτε στην αγκαλιά του με φιλιά και χάδια.
- Δεν πειράζει άντρα μου, εμείς να είμαστε καλά! Εγώ παιδιά κάμω, αλλιώς δεν θα είχαμε το κορίτσι μας! Και να μην το είχα, πάλι θα σ' ηγάπαγα και χωρίς εσένανε δε θα ζούσα! Άλλη γυναίκα αν είχες πάρει, δε θα σ' ηκράταγε βέβαια... Κι εγώ μπορεί να μη σ' ηλέγω τίποτις, αμά έχω καημό μεγάλο μέσα μου... Θαρρείς που δεν ήθελα να ήκαμνα κάνα δυο παιδιά ακόμα, να γιομίσει το σπίτι μας; Αλλά, τι να γένει, αυτά είναι απ' αλλού, συ να είσαι καλά τζάνουμ*. Ούλα τυχερά είναι στη ζωή και δεν είναι στο χέρι μας πάντα να κάμουμε αυτό που θέλουμε... Να λέγεις πάλι καλά που βρήκες κόρη έτοιμη, να σ' ηδώκει κι ένα ποτήρι νερό. Πολλή αγάπη σ' έχει, μη σ' ειπώ που πιο πολύ εσένα έχει αδυναμία παρά εμένανε! Θα σ' ηκάμει κι αγγόνια, θα βγάλει και τ' όνομά σου και θα έχομαι διπλό το χαιρέτι!* Εκεί να ιδείς γλέντια και χαρές πασά μου! Την υγειά μας να έχομε μόνο, αυτό να λες! 
Η ψυχή του γλυκαινόταν όσο την άκουγε...
- Μπαμπά μου λέγει και η ψυχή τση τρέμει! Τον άλλονε το χαϊρσίζη μήτε που τόνε βάζει ο νους τση... 
Με τη σκούπα τον απείλησε η μάνα της όταν τόλμησε να φτάσει στο κατώφλι της για να δει το παιδί του. 
- Ο μαχαλάς στο ποδάρι ησηκώθηκε απ' τσι φωνές κι ο Τίμος ηγίνηκε καπνός μη και τον ήριχνε τίποτις στο κεφάλι! Πού να σκεφτεί να πάει ξανά!
Όταν παρακολούθησε την πρώην σύζυγο που είχε βγει βόλτα με το κορίτσι για θαλασσινό αέρα και παγωτό κι έκανε νόημα στη μικρή να πάει κοντά του, η Ραλλού μπήκε μπροστά με σθένος και του απέκλεισε κάθε επαφή.
- Να πας με τη μικρή που ξελόγιασες και να σ' ηκάμει άλλο παιδί! Πόσο καιρό είχενε η κόρη μου να ιδεί τον παρά σου, ε; Πατέρας τση δεν είσαι συ μα αυτός που τήνε κοιτάζει! Το καλύτερο σκολειό πλερώνει κι ούλα τα καλά έχει! Μαγαζί - σπίτι είναι, όχι σαν ελλόγου σου που ήτρεχες πίσω απ' τσι ποδόγυροι! 
Ησύχασε κι απ' αυτόν... Παντρεύτηκε την κοπέλα που είχε κλέψει με την απειλή των γονιών της κι απέκτησε νέα οικογένεια. 
- Οι γονείς και τ' αδέρφια του Κωτσή δεν ηχώνεψαν ποτέ που ήτουνε κουσουράτος! Ηντρεπούσαντε τον κόσμο που η κοιλιά τση Ραλλούς δεν ηφούσκωσε ξανά. Καλό θα ήτουνε να είχενε παιδί δικό του, μη πάνε τα κόπια του αμόντε* στο ξένο αίμα... Αυτή πάλι πανέξυπνη, τον ήβαλε κι ήγραψε στ' όνομά τση και στση κόρης τση το βιος του! Τον είπε μια μέρα που ήτουνε στα τρυφερά μαζί του, <αθρώποι ήμαστε και δεν ηξεύρουμε τι μας συμβαίνει, μη και βρεθούμε στσι δρόμοι καμιά ώρα... Μπορεί κι εγώ να υπάγω στο ταξίδι μου πρώτα, η έγνοια μ' ητρώγει να έχω το παιδί ηξασφαλισμένο!> Κι όσο ήβαζεν και τον εαυτόν τση μέσα, ούλο ξύλο ηχτυπούσε... 
Η Τριανταφυλλιά είχε φτάσει στα δεκαεπτά της χρόνια όταν ερωτεύτηκε ένα γόη του μαχαλά. Ανεπρόκοπος κι από οικογένεια που δεν είχε καλό όνομα, βρήκε αντίθετους τη μητέρα της και τον Κωτσή. Πρώτη φορά έζησαν τέτοια ταραχή στο σπίτι.
- Την προίκα σου ήβαλε στο μάτι ο χαϊρσίζης, φύγε μακριά! Η τύχη σου δεν ηφανερώθηκε ακόμα!
- Εγώ τον θέλω και με θέλει! Άτυχος είναι, όχι τεμπέλης!
Η μια φασαρία πάνω στην άλλη... Η νεαρή ερωτευμένη είχε βρει τη λύση, να τον έπαιρνε ο Κωτσής στο μαγαζί κι αργότερα θα γινόταν δικό τους. Ο γόης ενθουσιάστηκε όταν το άκουσε κι όταν τόλμησε εκείνη να το πει στους γονείς της, έγινε χαμός! 
Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν από στόμα σε στόμα παντού. Εκείνος καμάρωνε που βρήκε νύφη με προίκα τρανταχτή, παράτησε και τις δυο κοπέλες που σχετιζόταν παράλληλα κι έπεσε κατευθείαν στο μέλι. Τριανταφυλλιά, Ραλλού και Κωτσής, έγιναν μαλλιά κουβάρια... 
- Όταν ηπήρε τα μούτρα του να υπάγει σπίτι να την ζητήξει, με τσι κλωτσιές τον ήδιωξαν! Καλά που δεν την είχε "χαλάσει" να λέγεις και τον ήδωκαν το πανί του... 
Πέρασε τρία μαρτυρικά χρόνια η οικογένεια μέχρι να ξεκαθαρίσει το μυαλό της. Ο Κωτσής παραπονιόταν συχνά για δυνατούς πόνους στην κοιλιά που γιατροπόρευε κάνοντας εντριβές με ζεστό λάδι και πίνοντας μαντζούνια. Όταν διπλώθηκε στο μαγαζί κι έχασε τις αισθήσεις του, τον πήγαν στο νοσοκομείο αλλά ήταν πλέον αργά... Ανεύρυσμα που θα μπορούσαν να το είχαν προλάβει... 
- Τον ήσπασε άξαφνα το σουληνάκι στην κοιλιά του και πάει ο χριστιανός... 

Ραλλού και Τριανταφυλλιά κλείστηκαν στο σπίτι θρηνώντας το χρυσό άνθρωπο. Κάποια στιγμή το μαγαζί άνοιξε πάλι κι οι δυο τους έκαναν το κουμάντο.
Το "φευγιό" του χαροποίησε τον προικοθήρα που πίστεψε ότι ο δρόμος άνοιξε κάπως χωρίς την παρουσία του πατέρα. Τις πλησίασε για παρηγοριά και βοήθεια, η μάνα όμως τον έστειλε από κει που ήρθε ξανά. Η κόρη όμως που δεν είχε γνωρίσει άλλον άντρα, δεν ήθελε και πολύ για να κολλήσει πάλι πάνω του. Καινούργιες φασαρίες, μούτρα και κλάματα. Όπου έβρισκε την έστηνε αυτός κι όλο νοήματα της έκανε, ραβασάκια έστελνε... Δε μπορούσε όμως ν' απομακρυνθεί από τη μάνα που δεν ξέφευγε ούτε στιγμή το βλέμμα της. Η μελαγχολία άρχισε να μαραζώνει το δροσερό της προσωπάκι...
Οι δυο βοηθοί του μαγαζιού την έβλεπαν να κοιτάζει τη μεγάλη μαχαίρα και να γυαλίζουν τα μάτια της.
- Κυρά μου, η κόρη σου δεν είναι καλά... Πρόσεχέ την μη κι ηκάμει κάνα κακό... Να την πάρεις και να φύγετε, να ξεχάσει... Εμείς το μαγαζί σαν τα μάτια μας θα το προσέχουμε, μη σκας και μη σεκλετίζεσαι... 
- Εύκολο πράμα δεν είναι αυτό... Δεν είναι μια βδομάδα, άιντε δέκα μέρες να σ' ειπώ ναι... 
- Όσο χρειάζεται κυρά μου, το κορίτσι σου να γίνει καλά μόνο! 
Η λύση στο πρόβλημα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Από δω τα έφερνε, από κει τα πήγαινε, άκρη δεν έβγαζε... Η πρόταση της νύφης της, γυναίκας του αδερφού της που ήταν εξ Αθηνών, φάνηκε λογική.
- Να την πάρω μαζί μου! Θα πάω με τη μητέρα μου την άλλη βδομάδα να δούμε τους δικούς μας, θείους, ξαδέρφια... Πάντα λαχταρούσε να δει την Ελλάδα, να δεις που θα την καταφέρουμε! 
Με το ζόρι την έστειλε. Γέμισε τις βαλίτσες της με τα καλύτερα ρούχα και το πορτοφόλι της λεφτά, να έχει να ψωνίζει ο,τι θέλει. 
- Το πρώτο που ήκαμε άμα ήφυγαν, υπήγε στο σπίτι αυτουνού κι ηγίνηκε μεγάλο πατιρντί! Μέχρι και στον καδή* τσ' είπε που θα τρέξει κι αυτοί που είχανε από παλιά προβλήματα με το νόμο να πούμε, ήβαλαν την ουρά στα σκέλια... 
- Τα θυμούμαι συμπεθέρα! Πόσες φορές είχανε βάλει το μπαμπά του στα σίδερα από τις απάτες που έκαμνε... Μπρε δε λες που γλύτωσε η κοπέλα τότενες, μαύρη ζωή θα πέρναγε με δαύτον!
- Κι εδώ που τα λέμε, της ήκοψε και την τύχη τότες αυτό το πράμα... Κάμποσοι που την ήστειλαν προξενιές, για το συμφέρον μοναχά το ήκαμαν...
- Ναι, ναι... Άμα πια ήρτανε στην Ελλάδα, πατημένα τα είχε τα τριάντα... Ο ένας την ξίνιζε κι ο άλλος την μύριζε! 
- Η μάνα όμως, δεν ήχασε τον καιρό τση! 
Μόλις κατέφθασαν, η Ραλλού εξομολογήθηκε τις σκέψεις της στις συμπεθέρες.
- Το σπίτι για να στεριώσει θέλει έναν άντρα! Μονάχες μας δυο γυναίκες στον ξένο τόπο,  χωρίς προστασία, πράμα πολύ δύσκολο είναι... Πέφτουμε κι ησηκωνόμαστε με το φόβο...
Σουλτάνα και Μαρίκα κατάλαβαν ότι ήταν έτοιμη να ψάξει για τον τρίτο υποψήφιο γαμπρό...










Μπεζαχτάς - Το συρτάρι που έβαζαν τα λεφτά, το ταμείο

Τυποδεμένος - Περιποιημένος 

Τζάνουμ - Καλέ μου 

Χαιρέτι - Ονομαστική γιορτή 

Αμόντε - Άδικα, χαράμι 

Καδής - Δικαστής

16 σχόλια:

  1. Πω πωωωω!!
    Διαόλου κάλτσα αυτή η Ραλλού!
    Μην μου πεις ότι ξαναπαντρεύτηκε???
    Περιμένω να δω την συνέχεια!
    Φιλιά πολλά πολλά Μαιρουλίνι μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φυσικά ξαναπαντρεύτηκε Ελενάκι μου, έτσι θα έμενε χωρίς "προστάτη" η... κάλτσα Ραλλού;

      Φιλάκια πολλά κι αγκαλίτσα ζουζουνάκι μου!

      Διαγραφή
  2. 'Aιντε, να διούμε ποιός θα είναι το τρίτος γαμπρός, μπρέ...χαχαχα!
    Η κόρη όμως δεν φαίνεται να πήρε την πονηριά της μάνας τση!
    Μαιρούλα μου, είσαι φοβερή!!! Τρελλαίνομαι να σε διαβάζω!
    Φιλάκια πολλά και καλό Σαββατοκύριακο!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θα διεις Μαριαννάκι μου!
      Καθόλου δεν της έμοιασε η κόρη, εντελώς αντίθετη σαν χαρακτήρας ήταν...
      Κι εγώ τρελαίνομαι να βλέπω τις δημιουργίες και τις πανέμορφες εικόνες σου, είμαστε πάτσι! χα χα χα!

      Σ' ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, πολλά φιλάκια και χαρούμενη Κυριακή!

      Διαγραφή
  3. εξαιρετική για μια ακόμη φορά ευγε αναμένουμε τον τρίτο και συνέχεια....να σαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Παναγιώτη μου σ' ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά κι εσύ!

      Φιλιά!

      Διαγραφή
  4. Ηρθα ,ήρθα !!!!! αφου τα διάβασα όλα 4 αναρτήσεις!!!!!!!Δεν θα μιλήσω για τις πονηριές , τα ψεύτικα ενδιαφέροντα,τις ίντριγκες και άλλα πολλά τόσο προχωρημένα για τις εποχές....αλλά για τον θαυμάσιο τρόπο με το οποίο μας ταξιδεύδεις...λες και είμαι εκεί δίπλα και βλέπω τις μικρές νοσοκόμες να ξερογλύφονται και να .... λαλούν,τους ολοζωντανους καυγάδες νύφης και κουνιάδας,τα λικεράκια και τα ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΑ μεταξύ φιλενάδων ,την αλλαγή του ανθρωπάκου από το να κουβαλά τα όσπρια σε μεγαλέμπορο που βολτάρει καμαρωτός πλάι στην γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα!!Εχεις καταπληκτική πέννα και σε θαυμάζω πολύ για αυτό!!!! Καλό σου βράδυ με ένα φιλάκι αγάπης!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς τη μου, καλώς τη μου!
      Χείμαρρος αγάπης είσαι Εφούλα μου γλυκιά!
      Σ' ευχαριστώ πολύ για τα τόσο ωραία σου λόγια, δεν φαντάζεσαι πόσο με συγκινείς...
      Χαίρομαι πολύ που σε ταξιδεύω πίσω στο χρόνο, ειλικρινά πίστευα ότι μόνο σε μένα συμβαίνει αυτό, όταν ξετυλίγω το κουβάρι των αναμνήσεων...

      Καλή Κυριακή να έχεις, πολλά φιλάκια σου στέλνω!

      Διαγραφή
    2. Α! εγώ τώρα που παραμεγάλωσα έχω 'εντονο το συναίσθημα των αναμνήσεων δικών μου και ξένων, κυκλοφορούν οι θύμησες στο αίμα μου και με χαλαρώνουν με ζαχαρώνουν ...... και εσυ με τα γραπτά σου " βούτυρο στο ψωμί μου" Φιλάκια πολλά πολλά και ζητώ συγνώμην που αργώ αλλά οι ανάγκες με τρέχουνννννννννννννν....

      Διαγραφή
    3. Εφούλα μου, εσύ παραμεγάλωσες;
      Η ηλικία είναι απλά ένα νούμερο γλυκιά μου, που στη δική σου περίπτωση μάλλον δείχνει τον αριθμό των τελευταίων δραστηριοτήτων σου κι όχι την ημερομηνία γέννησής σου!
      Σ' ακούω, κουβέντα δεν δέχομαι!!! χα χα χα!
      Οι θύμησες πάντα μας χαλαρώνουν και μας ζαχαρώνουν, γι αυτό ίσως ρωτάμε τους μεγαλύτερους να μαθαίνουμε κι όσα δεν ζήσαμε...
      Συγνώμη να μη ζητάς αγάπη μου, αν και όποτε μπορούμε σεργιανίζουμε, το "βουτυράκι" σου δεν τελειώνει... Αδημονώ για τις δημιουργίες σου, είμαι σίγουρη ότι κάποια έκπληξη πάλι μας περιμένει!

      Καλή εβδομάδα, την αγάπη μου και πολλά φιλάκια!

      Διαγραφή
  5. Και αυτήν την φορά διάβασα μονορούφι τα δρώμενα τις Ραλλούς.. βρε τι γυναίκα καπάτσα.. ναι αυτό είναι... καπάτσα.. με όλη την σημασία της λέξεως Μαιρούλα μου.. αυτήν την φορά όμως ήταν ωραίο μεγάλο... χόρτασα ανάγνωσμα.. και μάλιστα σε προχωρημένη για μένα ώρα..χι.χι αναμένουμε... ξέρεις εσύ φιλάκιαααααααα καλο σου ξημέρωμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρουλίτσα μου ξενυχτισμένη!!!
      Καπάτσα από τις λίγες η Ραλλού, κατάφερε να ζήσει τη ζωή της όπως ήθελε!
      Υπόσχομαι κι άλλα χορταστικά αναγνώσματα, ελπίζω όμως να μη σε πάρει το πρωί διαβάζοντας, ε; χα χα χα!

      Χαρούμενη Κυριακή αγαπημένη μου, σε φιλώ!!!

      Διαγραφή
  6. Τι γυναίκα είναι αυτή Μαίρη μου !!
    Πόσο τις σιχαίνομαι αυτές τις μέγαιρες που βάζουνε στο βρακί τους τους άντρες και τους στερούν το δικαίωμα της πατρότητας!

    Για να δούμε θα βρει τουλάχιστον στον 3ο τον δάσκαλό της!!

    Τα φιλιά μου για καλή εβδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γυναίκα σαν πολλές άλλες τσαούσες Ζουζούκα μου που όμως δεν έχουν καμία σχέση με μας!
      Υπήρχαν ανέκαθεν και θα υπάρχουν πάντα, έχω πολλά πρόσφατα παραδείγματα κι απορώ για την καπατσοσύνη τους!
      Σιγά μην άφηνε τον πατέρα του παιδιού της να μπλέκεται στα πόδια της... Με τον τρόπο της έκανε τη μικρούλα να τον ξεχάσει και να αναγνωρίσει τον Κωτσή πλέον σαν γονιό της....
      Μια χαρά έζησε τη ζωούλα της και με τον τρίτο της σύζυγο, αυτή ήταν η... δασκάλα!

      Καλή εβδομάδα αγαπημένο μου κορίτσι, φιλάκια πολλά!

      Διαγραφή
  7. Ονειρο το κείμενο, η συνέχεια όμως δεν πιστεύω πάλι ν'αργήσει ??? ε ??? φιλια πολλά πολλά Μαιρούλα μου και καλή βδομάδα !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μαράκι μου γλυκό, η συνέχεια και το τέλος της ιστορίας της θα γραφτεί σύντομα, στο υπόσχομαι!
    ( Αν μπορώ ας κάνω κι αλλιώς, στα κάρβουνα ψητή με βλέπω...) χα χα χα!

    Καλή εβδομάδα αγάπη μου, αγκαλιά μεγάλη και πολλά φιλάκια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή