Ένας χρόνος είχε περάσει από την άφιξή τους. Ο Ιάκωβος τους βρήκε το σπίτι που ήθελαν, με δυο μεγάλες κρεβατοκάμαρες και σαλοτραπεζαρία.
Και πολύ καινούργια η πολυκατοικία δεν ήταν, γιατί τα καινούργια διαμερίσματα κόστιζαν πανάκριβα.
- Να μη μείκουνε και χωρίς φράγκο μπρε γιόκα μου, δίκιο έχει η Ραλλού... Ο έτοιμος παράς, γλήγορα ξοδεύεται! Σε λέγει, να μπούμε σ' ένα σπιτάκι της προκοπής, αμά να έχουμε και να περνάμε... Πάντως, άμα βρεθεί γαμπρός για την Τριανταφυλλιά, να διεις που θα ξετινάξει ούλο της το κομπόδεμα η μάνα! Έγνοια σου, έχει κάμει καλά τα κουμάντα της, εκατομμύρια έχει απέ τα ακίνητα που πούλησε! Αμά, κατά πως το βλέπω, γαμπρός για κείνη θα βρεθεί πρώτα κι η κόρη της θα κοιμάται όρθια! Χα χα χα!
- Έλα βρε μάνα, πόσους άντρες πια θα πάρει; Εδώ είναι Ελλάδα, μετρημένους ανθρώπους ξέρει...
- Μπρε συ, άκουε που σε λέγω! Φιρί φιρί το πάει, αρώτηξε και την πεθερά σου να διεις τι θα σε πει!
- Ναι, άλλη έννοια δεν είχα...
Σύντομα έπιασε φιλίες με τις γειτόνισσες. Μετά τη λειτουργία της Κυριακής, καλούσε όσες είχε επιλέξει για καφεδάκι στο σπίτι της. Όταν έψηνε γλυκά και μεζεδάκια τις φίλευε κι όσο εκείνες να προσπαθούσαν δεν κατάφερναν την αξεπέραστη μαγειρική της. Κάθε Παρασκευή αντάλλαζαν επισκέψεις για τις ομορφάδες τους. Έβραζαν στα κατσαρολάκια για ώρες τα βότανα και τα ξερά λουλούδια, γέμιζαν τα λεκανάκια μυρωμένο νερό κι άνοιγαν με τους ατμούς τους πόρους του προσώπου τους. Μετά το δροσερό ροδόνερο στα ζεστά και ιδρωμένα δέρματα, απλώνονταν οι πομάδες. Σε παράταξη τα βαζάκια και τα μπουκαλάκια με τις ετικέτες και τις χρωματιστές κορδελίτσες, έτσι όπως είχε μάθει από μικρή. Καμιά τους δεν έβαζε τα υπέροχα και πολύτιμα για την επιδερμίδα υλικά οπουδήποτε! Ξεχώριζαν τα γυναικεία είδη σε κάθε σπιτικό, φτωχό ή πλούσιο. Γιατί μπορεί κάποιες να μην είχαν ούτε ψωμί καλά καλά να φάνε που λέει ο λόγος, όμως για την ομορφιά τους δεν υστερούσαν τίποτα! Προνοητική η φύση, πάντα χάριζε απλόχερα όλα όσα χρειάζονταν! Το απαραίτητο
κραγιονάκι που τέλειωνε πιο γρήγορα λόγω της καθημερινής χρήσης, δεν χαλούσε δα κι ο κόσμος αν δεν είχες παράδες να το αντικαταστήσεις! Λίγα ώριμα κεράσια άνοιγες και τα στέγνωνες καλά στον ήλιο ανάμεσα σε τουλπάνι, τα κοπανούσες αφού είχαν πλέον ξεραθεί και τ' ανακάτευες με μια στάλα βούτυρο. Στο γυάλινο μικρό βαζάκι κρατούσε πολύ καιρό κι έδινε το κατακόκκινο χρώμα του στα χείλη! Κι όπως ήταν φτιαγμένο με υλικά αγνά, τα έτρεφε και δεν έσκαγαν, διπλό το καλό του! Τα παντζάρια τριμμένα στο ρεντέ και καλά στραγγισμένα, έμπαιναν στο φούρνο κι αφού στέγνωναν καλά ανάμεσα σε καθαρά πανιά τα έκαναν σκόνη και ήταν το καλύτερο ρουζ για τα μάγουλα! Κάμποσα ξερά και κοπανισμένα φύλλα σπανάκι, έδιναν το χρώμα τους στα βλέφαρα! Οι μελαχρινές γυναίκες περνούσαν με καρβουνάκι προσεκτικά τα φρύδια για να τα τονίσουν! Πόσα και πόσα δεν είχε μάθει από μικρό κοριτσάκι κοντά στη συχωρεμένη τη μάνα της που ψάρευε με τρόπο την θεία Καλλιρρόη... Κι η Σουλτάνα όλο και κάτι θυμόταν όταν έβλεπε τα λαχανικά και τα φρούτα στον καιρό τους και της μάθαινε νέα κόλπα. Συνταγές ποτέ δεν έδινε, έλεγε ότι τα είχε φέρει όλα από τη Σμύρνη κι ας έκοβε κλώνους και ανθούς από τις γλάστρες της κι από τις νεραντζιές στους δρόμους της Αθήνας...
- Ενθυμούμαι πολλά κι απ' τη Σμύρνη τότενες κι άλλα απ' όταν ήρτανε εδώ... Γούστο είχενε...
Κι αυτό που άμα περίμενε τσι μουσαφίρισσες, ήβγαζε νωρίς νωρίς κάποιες γλαστρίτσες απ' τη φάτσα που τσ' είχενε κει δα στο μπαλκονάκι και τσ' ήκρυβε πίσω απέ σεντόνι απλωμένο για κάνα τραπεζομάντιλο, να μην τσ' ιδούν οι άλλες! Έτσι ήκαμνε και στο μοναχικό το σπίτι μετά που είχενε το ωραίο το σιαγμένο μπαχτσεδάκι κι ούλο κει ηκαθούνταν ένα γύρω ημαζωγμένοι κι ήτρωγαν το θέρος. Στριμωγμένα τα φύλλα ντως ανάμεσα στ' άλλα, δεν ηφαίνουνταν και καλά... Χα χα χα χα! Την άτιμη όμως, ούλα τα πρόσεχε! Τίποτις δεν την ηξέφευγε! Βασιλικά, ρίγανη, μαντζουράνα, γαρούφαλα και γεράνια, που ήντουσαν ομπρός δεν την ήγνοιαζε, οι πιο πολλές είχανε...
κραγιονάκι που τέλειωνε πιο γρήγορα λόγω της καθημερινής χρήσης, δεν χαλούσε δα κι ο κόσμος αν δεν είχες παράδες να το αντικαταστήσεις! Λίγα ώριμα κεράσια άνοιγες και τα στέγνωνες καλά στον ήλιο ανάμεσα σε τουλπάνι, τα κοπανούσες αφού είχαν πλέον ξεραθεί και τ' ανακάτευες με μια στάλα βούτυρο. Στο γυάλινο μικρό βαζάκι κρατούσε πολύ καιρό κι έδινε το κατακόκκινο χρώμα του στα χείλη! Κι όπως ήταν φτιαγμένο με υλικά αγνά, τα έτρεφε και δεν έσκαγαν, διπλό το καλό του! Τα παντζάρια τριμμένα στο ρεντέ και καλά στραγγισμένα, έμπαιναν στο φούρνο κι αφού στέγνωναν καλά ανάμεσα σε καθαρά πανιά τα έκαναν σκόνη και ήταν το καλύτερο ρουζ για τα μάγουλα! Κάμποσα ξερά και κοπανισμένα φύλλα σπανάκι, έδιναν το χρώμα τους στα βλέφαρα! Οι μελαχρινές γυναίκες περνούσαν με καρβουνάκι προσεκτικά τα φρύδια για να τα τονίσουν! Πόσα και πόσα δεν είχε μάθει από μικρό κοριτσάκι κοντά στη συχωρεμένη τη μάνα της που ψάρευε με τρόπο την θεία Καλλιρρόη... Κι η Σουλτάνα όλο και κάτι θυμόταν όταν έβλεπε τα λαχανικά και τα φρούτα στον καιρό τους και της μάθαινε νέα κόλπα. Συνταγές ποτέ δεν έδινε, έλεγε ότι τα είχε φέρει όλα από τη Σμύρνη κι ας έκοβε κλώνους και ανθούς από τις γλάστρες της κι από τις νεραντζιές στους δρόμους της Αθήνας...
- Ενθυμούμαι πολλά κι απ' τη Σμύρνη τότενες κι άλλα απ' όταν ήρτανε εδώ... Γούστο είχενε...
Κι αυτό που άμα περίμενε τσι μουσαφίρισσες, ήβγαζε νωρίς νωρίς κάποιες γλαστρίτσες απ' τη φάτσα που τσ' είχενε κει δα στο μπαλκονάκι και τσ' ήκρυβε πίσω απέ σεντόνι απλωμένο για κάνα τραπεζομάντιλο, να μην τσ' ιδούν οι άλλες! Έτσι ήκαμνε και στο μοναχικό το σπίτι μετά που είχενε το ωραίο το σιαγμένο μπαχτσεδάκι κι ούλο κει ηκαθούνταν ένα γύρω ημαζωγμένοι κι ήτρωγαν το θέρος. Στριμωγμένα τα φύλλα ντως ανάμεσα στ' άλλα, δεν ηφαίνουνταν και καλά... Χα χα χα χα! Την άτιμη όμως, ούλα τα πρόσεχε! Τίποτις δεν την ηξέφευγε! Βασιλικά, ρίγανη, μαντζουράνα, γαρούφαλα και γεράνια, που ήντουσαν ομπρός δεν την ήγνοιαζε, οι πιο πολλές είχανε...
Αν και ήταν γυναίκα που δεν την συμπαθούσες με την πρώτη ματιά έτσι σοβαρή και σωματώδης που ήταν, πολύ γρήγορα αγαπήθηκε απ' όλες. Δεν προλάβαινε τις καθημερινές επισκέψεις σχεδόν, γιατί όλες επιθυμούσαν τη συντροφιά της.
- Έτσι τη γνώρισε η Νικολέτα, που την έκαμε τελικά νέα της συννυφάδα! Μπαϊλντισμένη απ' το σύρε κι έλα και τη λάτρα του κουνιάδου της, ήθελε από χρόνια να τον βρει μια γυναίκα για να νοικοκυρευτεί... Αμά έτσι μίζερος που ήτονε, μόνο με μια πολύ μερακλού θα τον κατάφερνε!
Ανύπαντρος στα εξήντα του χρόνια ο Μηνάς, αγαπούσε τις ωραίες γυναίκες που περνούσε τον καιρό του, το κρασάκι και τον καλό μεζέ. Καμία απ' όσες είχε σχετιστεί δεν τον κατάφερε να την πάει στην εκκλησία. Μια φορά είχε αρραβωνιασθεί στα εικοσιέξι του αλλά την παράτησε σύξυλη όταν εκείνη του έκανε σκηνή ζηλοτυπίας. Άδικο δεν είχε, γιατί φλέρταρε μια ξαδέρφη της...
- Ούλα εκείνη η Νικολέτα τα ήκαμνε! Να η πλύση, να το σιδέρωμα κάθε μέρα που ήθελε δυο πουκάμισα, να το σιστάρισμα* του σπιτιού... Κάθε μεσημέρι ήτρωγε στου αδερφού του κι ήθελε το φαγί στην ώρα του. Τα βράδια ήβγαινε όξω με τσοι φίλοι και τρωγωπίνανε... Του κόσμου ούλου τσι καλές κοπέλες τον ηπροξενεύγανε αμά αυτός ούλο κουσούρια τσ' ήβρισκε! Η μια κοντή, η άλλη άσκημη, παρ άλλη άγαρμπη, τέτοια... Άμα την ηγνώρισε όμως η Νικολέτα κι είδε που ήτονε γυναίκα μερακλού, το ήβαλε πείσμα να τον νοικοκυρέψει!
Έβγαινε η Ραλλού καλοντυμένη, φορτωμένη με τα βαριά χρυσαφικά που δεν αποχωριζόταν ποτέ και με τα πάντα κατακόκκινα χείλη και νύχια κι η γειτονιά θαύμαζε την αρχοντογυναίκα που περπατούσε αργά, με το κεφάλι ψηλά. Κάθε Σάββατο πρωί πήγαινε στο κομμωτήριο και με το φιλέ που φορούσε όταν ξάπλωνε διατηρούσε το χτένισμά της όλη την εβδομάδα. Μαγείρευε με το φρέσκο αγελαδινό βούτυρο κι η μοσχοβολιά ξεσήκωνε την πολυκατοικία. Όπως και όλες οι Σμυρνιές είχε έμφυτο ταλέντο να βγάζει προς τα έξω τη γυναικεία της φύση. Ήξερε να μιλάει και να συμπεριφέρεται ευγενικά, γνώριζε και πολλές γαλλικές λέξεις που χρησιμοποιούσε κατά κόρον στις συζητήσεις με τους άλλους. Η Νικολέτα που εκτίμησε τις χάρες της, έβαλε μπρος το σχέδιό της.
- Μια γυναίκα ο,τι πρέπει για σένα Μηνά μου! Θεωρητική, πολύ κοκέτα, πεντακάθαρη, καλονοικοκυρά απ' τις λίγες! Όσο για τη μαγειρική της, έχει να το λέει όλος ο κόσμος! Σμυρνιά βλέπεις... Σαν πασά θα σ' έχει και θα περνάς ζάχαρη μαζί της! Κι εδώ που τα λέμε, τον έχει και τον τρόπο της, δεν είναι καμιά τυχαία!
- Ναι, αλλά τον άντρα της τον έθαψε! Να θάψει κι εμένα θέλεις; Έχει και μια κόρη ολόκληρη γυναίκα...
- Σώπα καλέ και μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα! Από το κεφάλι του πήγε ο άντρας της που δεν την άκουγε! Αν πήγαινε στο γιατρό θα ζούσε εκατό χρόνια! Γιατί Μηνά μου, κακά τα ψέματα, η καλή ζωή κι η περιποίηση βαστάει τον άνθρωπο... Όσον αφορά την κόρη της, δεν είναι μωρό να τη θέλει από πάνω, γρήγορα θα βρει κάποιον και θα παντρευτεί... Εγώ σκεφτόμουν να τη δεις, να μιλήσετε, έτσι τυχαία βέβαια, η γυναίκα δεν έχει ιδέα απ' όλα αυτά. Πού ξέρεις, μπορεί και να σ' αρέσει...
Το σκέφτηκε για λίγο κι αποφάσισε ότι δεν είχε να χάσει τίποτα. Άλλωστε μια τέτοια γυναίκα θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα...
Η Νικολέτα την κάλεσε για καφέ στο σπίτι της. Η Ραλλού ετοίμασε ένα καλοψημένο χαλβά με χοντρό σιμιγδάλι, καβουρδισμένα αμύγδαλα και κουκουνάρι.Τον έβγαλε από τη φόρμα κι αφού τον πασπάλισε με κανέλα, τον στόλισε περίτεχνα με γαρίφαλα. Το σπιτικό γλυκάκι για τη γειτόνισσα είχε άλλη αξία κι ήταν σίγουρη ότι θα άρεσε.
Στις πέντε το απόγευμα χτύπησε την πόρτα. Ο Μηνάς είδε τη λουσάτη γυναίκα με την κεντημένη με χρυσοκλωστή και χάντρες κόκκινη μπλούζα και τη μπλε φούστα να κάθεται στην πολυθρόνα με την πλάτη στητή και σε λίγη ώρα βγήκε απ' την κουζίνα. Έγιναν οι συστάσεις κι η νύφη του πήγε να ψήσει τους καφέδες.
- Κάτι ωραίο μυρίζει που μάλλον εσείς το φέρατε...
- Ναι, έψησα ένα χαλβαδάκι μια που θα ερχόμουν, έτσι για το καλό... Δεν είναι τίποτα σπουδαίο βέβαια, μα νομίζω πως τον αγαπάνε ούλοι...
- Δεν είναι σπουδαίος ο χαλβάς; Το αγαπημένο μου γλυκό! Κι απ' όσο φαίνεται, είναι υπέροχος!
Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους. Τρία κομμάτια έφαγε και δεν τον χόρταινε. Σιροπιασμένος όσο έπρεπε για να είναι σπυρωτός και να μη λασπώσει, με τη μυρωδιά του βουτύρου, των μπαχαρικών και του λεμονιού που τρέλαιναν τον ουρανίσκο. Η Νικολέτα μπαινόβγαινε στην κουζίνα πότε για να φέρει κι άλλα βουτήματα, πότε για νερό, έτσι μπόρεσαν ν' ανταλλάξουν λίγες κουβέντες με τις σκόπιμες καθυστερήσεις της.
- Αφού τόσο πολύ σας άρεσε ο χαλβάς, θα σας στέλνω όποτε τον ψήνω! Όπως και να το κάμουμε, το φαγητό και το γλυκό είναι μια απόλαυση!
- Αν είναι και καλοφτιαγμένα...
- Θα σας ειπώ κάτι... Το φαΐ θέλει αγάπη! Υλικά τση καλύτερης ποιότητας κι αγάπη! Μη ψουνίσεις ένα κιλό άμα είναι ακριβό πολύ κι η τζέπη σου δεν ηβαστάει, πάρε μισό, αμά καλό να είναι! Όχι πράμα πολύ και σκάρτο, αυτό άστο για τσοι σκύλοι! Άμα έχεις παράδες, ψουνίζεις μπόλικα ωραία και τρυφερά πράματα κι ηκάμνεις το κουμάντο σου για πολλοί μήνες! Μα παστώνεις, μα στο ξίδι ηβάνεις το κάθε ένα, μα ηξεραίνεις στον ήλιο για στο φόκο... Εμείς στη Σμύρνη, έτσι το είχαμε πάντα στα σπίτια μας, με το φαγάκι τσ' ημέρας και λίγοι μεζέδες πάντα στο τραπέζι, ανάλογα με τα "έχει μας" βέβαια... Και πολλοί παράδες άμα δεν έχεις, πάλι ηγιομίζεις το τραπέζι και με τα λίγα, μόνο κουμάντο καλό στην κουζίνα θέλει να κάμνεις και να γνοιάζεσαι το κάθε πράμα... Βάλε στην άκρη κάμποσα αγγουράκια άμα τα έχεις μπόλικα και πες πως τα ήφαγες. Τουρσί τα κάμνεις και τα έχεις κρυμμένα άμα δεν σ' ηβρίσκεται άλλος μεζές για ένα ουζάκι! Μα καμιά μελιτζανούλα, καρότα, σέλινο, λάχανο, ούλα ωραία είναι! Κουνουπίδι άμα ειπείς που θες να κάμνεις με τα κρομμυδάκια γιαχνί, βγάλε όσα μπουκετάκια μπορέσεις, ρίχτα στο καβανόζι, τουρσί ωραία κι αυτά κι έχεις να πούμε ποικιλία... Σαν τον κουμπαρά είναι, μαζώχνεις όσα μπορείς για μια ώρα ανάγκης! Μια ντοματούλα να έχεις κι ένα κομμάτι τυράκι, δεν ηξεύρεις τι τρως άμα ψηθούνε αγκαλιά στο φούρνο! Κι άμα σ' ηβρεθεί καμιά πιπερίτσα, τόση δα μικρή να είναι και τη βάλεις μαζί κομμένη ψιλά, δε σ' ηλέγω τίποτις για τη νοστιμιά! Ωραία και καλά φαγιά κάμνεις, μόνο πρέπει και να τα μιλάς... Άμα κρατείς ένα λεμόνι, το χαϊδεύεις κομμάτι και το λες που μυρίζει ωραία... Κι αυτό θα κάμει τα πάντα για να σ' ηδώκει ούλο το ζουμί του να σ' ανταμείψει... Τα μπαχάρια πάλι τ' ανασαίνεις κι ηγιομίζει το μέσα σου απ' τη μυρουδιά πριν τα ρίξεις στο τσουκάλι. Κι ιδές κάτι, όσο γένεται, μην ψουνίζεις τα έτοιμα στσι σακουλίτσες που είναι σκόνη! Ολάκερα τα παίρνεις και τα τρίβεις κείνη την ώρα στο μικρούλι το ρεντεδάκι που είναι για αυτή τη δουλειά. Μα μπαχάρι, μα πιπέρι στο μύλο του, να σ' ηβγάλει ούλο του το άρωμα! Κείνη τη στιγμή τρίψε μπόλικο το κύμινο στα σουτζουκάκια σου και θα ιδείς που ούλος ο μαχαλάς θα ξεύρει τι μαγειρεύεις! Η έτοιμη σκόνη ξεθυμαίνει κι ηβάνεις πιο πολύ για να σ' ημυρίσει το φαγάκι, αμά χάνεις το λογαριασμό έτσι και χάνει την ουσία του... Και τα μυρωδικά ματσάκια τα παίρνεις, όχι στο σακουλάκι... Βγάλε καμπόση ρίγανη απ' το κλωνί τση και τσίμπα λίγη λίγη για τα λεμονάτα ή τη σαλάτα σου. Την κάθε μια σου τσιμπιά ήτριψέ τη καλά με τα τρία δάχτυλα που κάμνεις το σταυρό σου και θα βγει ούλο τση το άρωμα! Ήτριψε κείνη τη στιγμή το δυοσμάκι στον κιγμά για τσοι κιοφτέδες κι ούλα τα υπόλοιπα, ηζύμωστο πολύ κι άστο κάμποση ώρα να πάει παντού πριν τσ' ηρίξεις στο τηγάνι για να ηγίνουνε μοσκοβολιστοί! Άμα ηκάμνεις το πλάσιμο, κι ηπαινεύεις τη νοστιμάδα ντως, οι καλύτεροι του κόσμου ηγίνουνται! Λέγε τα ούλα από μέσα σου άμα θες, τα φαγιά όμως λες και καταλαβαίνουνε... Λωλαμάρες δεν είναι ούλα αυτά, παρά ο έρωτας που έχει η νοικοκυρά με την κουζίνα!
Μηνάς και Νικολέτα την κοιτούσαν με θαυμασμό! Ποτέ ξανά δεν άκουσαν γυναίκα να μιλάει με τόση αγάπη για το μαγείρεμα!
- Να γιατί όλα σας τα φαγητά είναι τόσο πολύ νόστιμα και πετυχημένα! Όσα λέτε είναι σωστά και να σας πω κάτι; Κάποιες φορές κι εγώ έτυχε να μιλήσω έτσι αυθόρμητα στα λαχανικά και τα φρούτα! Την περασμένη εβδομάδα μου έφερε ο άντρας μου από την αγορά ντομάτες για τα γεμιστά που ήθελα να φτιάξω. Όταν άνοιξα τη σακούλα και τις είδα έτσι ωραίες και μεγάλες ενθουσιάστηκα! <Πω πω πω, ντοματούλες μου καλές, πω πω τι όμορφες που είσαστε και μοσχοβολάτε!> Ακόμα να σας πω κι όταν άδειαζα τη σάρκα τους που ήταν σφιχτή και κατακόκκινη, πάλι λόγια τους έλεγα... Όπως και με τις φράουλες πρόσφατα πάλι, που ήταν ωραίες, γλυκές και ζουμερές! < Τώρα θα σας πλύνω καλά, θα καθίσω στο σκαμνάκι να ξεκουραστώ και θα σας ευχαριστηθώ!> Αυτό με τα μπαχαρικά δεν το ήξερα, όλες έτοιμα τριμμένα από το μπακάλη τα παίρνουμε για ευκολία... Θα πω στον άντρα μου που πάει τακτικά στην αγορά, να μου φέρει άκοπα... Ο κουνιάδος μου είναι καλοφαγάς πολύ, όπως κι ο αδερφός του, που αγαπάει κι αυτός τα μεζεδάκια! Και σε ποιον δεν αρέσει βέβαια το καλό φαΐ; Να μου πείτε αν θέλετε και μερικές συνταγές δικές σας να τις φτιάχνω, ε;
- Πως, ευχαρίστως! Δεν ηβάνουμε δα και τίποτις άλλο μέσα που να μην έχουνε ούλες οι κουζίνες στα ντουλάπια ντως... Το ζήτημα ούλο είναι να ταιριάξεις στο κάθε φαγάκι το μυρωδικό του! Και να ξεύρετε που το βουτυράκι κάμει θαύματα άμα πέσει! Θα χαρώ πολύ, να πάρετε το σύζυγο και τα παιδιά, να έρθετε και σε μας! Κύριε Μηνά κι εσείς βεβαίως, θα σας περιμένω όλους να πιούμε ένα κρασάκι!
Τρία κρεμμύδια, μαϊντανός, ρίγανη, δυο σκελίδες σκόρδο, αλατοπίπερο κι ένα κουταλάκι ξύδι, ζυμώθηκαν καλά με φρέσκο χοιρινό και μοσχαρίσιο κιμά.
Μπήκαν στο ψυγείο σκεπασμένα καλά, παρέα με το αρνίσιο μπούτι που απολάμβανε για ώρες το μπάνιο του στη μαρινάδα με λάδι, φέτες λεμονιού, αλατοπίπερο, σκορδάκι και μπόλικη ρίγανη. Η Ραλλού το γύρισε από την άλλη μεριά.
Το απόγευμα, ενώ το κρέας ψηνόταν σε σιγανό φούρνο τυλιγμένο στη λαδόκολλα, έπλασε τα κεφτεδάκια και τα τηγάνισε χωρίς να τ' αλευρώσει. Λίγο λαδάκι και περισσότερο βούτυρο στο τηγάνι. Η σάλτσα σιγόβραζε με τη φρέσκια ντομάτα, μια γεμάτη κουταλιά ζάχαρη, κρεμμύδι, ένα μεγάλο ξύλο κανέλα, μπαχάρι κι αρκετό παστουρμά. Μόλις οι κεφτέδες ετοιμάστηκαν τους έριξε μέσα, μαζί και όλο το λίπος του τηγανιού. Η μυρωδιά ήταν πικάντικη και γαργαλιστική.
Σε μεγάλο μπολ χτύπησε αβγά, προσθέτοντας γάλα, κίτρινα τυριά, πιπεριές, ντομάτα και σουτζούκι. Θα τα έψηνε στο μακρόστενο σκεύος και θα τα πασπάλιζε με τριμμένη παρμεζάνα. Στη φαρδιά κατσαρόλα έλιωσε δυο γεμάτες κουταλιές βούτυρο κι όταν μύρισε σοτάρισε το ρύζι μέχρι να γίνει διάφανο. Πρόσθεσε ζεστό, σουρωμένο ζωμό που είχε κρατήσει όπως πάντα από το παχουλό μοσχαράκι όταν έβραζε. Χαμήλωσε τη φωτιά κι ετοίμασε το λεμονάτο. Η τυρόπιτα είχε ήδη ψηθεί από νωρίς, ζέσταμα ήθελε μόνο. Η Τριανταφυλλιά έκοψε τη σαλάτα και ξεκίνησε να στρώνει το τραπέζι. Σε μισή ώρα οι καλεσμένοι έφτασαν.
Τα αυγά με δυο πιατέλες πικάντικα αλλαντικά, τεσσάρων ειδών τυριά και λεπτές φέτες ζεστό σκορδόψωμο, ήταν για το ξεκίνημα. Ένα ουζάκι για ν' ανοίξει η όρεξη. Μετά το πλούσιο δείπνο και τα συγχαρητήρια για τη μαγειρική της, βγήκαν τα ρετσέλια κι η κρέμα με τη μαστίχα, που ήταν δροσερή και χωνευτική.
Έβραζε το παχύ γάλα με μισή κούπα ζάχαρη, νισεστέ διαλυμένο στο κρύο νεράκι και τα καλά κοπανισμένα πολύτιμα δάκρυα της μαστίχας που έδινε όλο της το άρωμα. Με διακριτικό τρόπο η Νικολέτα κοιτούσε τον κουνιάδο της που σιγοτραγουδούσε ευχαριστημένος.
- Τση καλάρεσε ο Μηνάς! Ευγενικός, καλοντυμένος, κύριος με τα ούλα του! Ένα χρόνο ήκαμαν σχέση και μετά την ηστεφάνωσε!
- Αναμεταξύ αυτός ετοίμασε και το σπίτι που είχε. Έμεικε η Τριανταφυλλιά μόνη της στο διαμέρισμα το δικό τους κι η μάνα με το νέο άντρα της πήγε μαζί του.
Μοναχικό σπίτι με τρία δωμάτια, κληρονομιά από τον πατέρα του, που είχε μοιράσει δίκαια ο,τι είχε στους δυο γιους του. Ανακαίνισε την κουζίνα με νέα ντουλάπια κι αγόρασε όλα όσα χρειαζόταν η νοικοκυρά. Άλλαξε τις κουρτίνες, πήρε και κρεβάτι διπλό, βάφτηκε όλο με χρώματα ζεστά, τα πάντα με το γούστο της Ραλλούς που πήγε και κάποια δικά της μικροπράγματα κι έτσι ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή.
Σε ιδανική θερμοκρασία οι τυλιγμένες με πετσέτες μπύρες για να μη σπάσουν τα μπουκάλια στην κατάψυξη, ήταν απολαυστικές και τα ποτήρια τσουγκρίζονταν συνεχώς.
Η τσιροσαλάτα με λαδόξιδο, ψιλοκομμένο άνηθο και φρέσκο κρεμμυδάκι, τα τουρσί, τα τηγανητά μπουρεκάκια με λεπτό φύλλο και μπόλικο τυρί, τα αχνιστά μύδια με το μαϊντανό και το σκορδάκι, η ταραμοσαλάτα, τα πικάντικα τυριά, γέμισαν το τραπέζι της αυλής. Τριγύρω οι γλάστρες με τα μυρωδικά γέμιζαν τον αέρα ρίγανη, λεβάντα, μαντζουράνα, μέντα, δυόσμο και βασιλικό. Η Ραλλού έριξε μπόλικη φέτα στο μεγάλο σαχάνι, που έβραζαν οι γαρίδες στη σάλτσα με μια καυτερή πιπερίτσα και χαμήλωσε τη φωτιά. Όταν έλιωσε το σερβίρισε στο τραπέζι με το μεγάλο κουτάλι και συμπλήρωσε φρέσκο ζυμωτό ψωμί και τραγανές τηγανητές πατάτες.
Οι φίλοι του Μηνά απολάμβαναν περιποιήσεις και γεύσεις πρωτόγνωρες. Τα κουτούκια της πέρα γειτονιάς έχασαν την τακτική αντροπαρέα που πλέον πήγαιναν στο σπίτι του φίλου τους που ήταν ανοιχτό κι η αρχοντονοικοκυρά πάντα πρόσχαρη και καλοδεχτική. Κάθε Σάββατο έβγαιναν οικογενειακώς για κρεατικά στα κάρβουνα, όμως δεν άφηναν τον άντρα της να πληρώσει. Ήταν κέρασμα αγάπης, ευχαρίστησης κι εκτίμησης για τη Ραλλού που τους καλούσε τόσο συχνά για φαγοπότι. Τις Κυριακές πήγαιναν απαραιτήτως κινηματογράφο, θέατρο, ή σε κάποια επίσκεψη.
- Στο σπίτι δεν τσ' ήβρισκες ποτές αυτές τσι μέρες! Ούλο όξω ήβγαιναν! Τον ήστρωσε για τα καλά όπως εκείνη ήθελε, τον είχενε όμως και κορώνα στο κεφάλι τση! Σ΄ούλους πια ήλεγε που δεύτερη μέρα το ίδιο ρούχο δεν ήβαζε. Πουκάμισα, μπλούζες, κάλτσες, εσώρουχα, τα ήβανε για πλύση άμα τα ήβγαζε αυτός! Μετά τον ήδινε τα ωραία σιδερωμένα με την τσάκιση κι ήτουνε στην τρίχα άμα ήβγαινε! Και μέσα στο σπίτι ακόμα έτσι τον είχενε! Και να σ' ειπώ, οι γυναίκες των φίλων του ηζηλεύγανε που ήτουνε στα πάντα η πρώτη! Εκατό σταυροί την ημέρα ήκαμνε η Νικολέτα που τον ημάζωξε η νύφη κι ησύχασε κι αυτή κομμάτι... Αλλά είχενε πάντα τον καλό το λόγο και σ' εκείνη και τον άντρα τση που ήτονε πια συννυφάδα και κουνιάδος τση. Κάθε δεκαπέντε τσ' ητραπέζωνε, χώρια που ήπιναν τα καφεδάκια τως οι γυναίκες, χώρια τα ξαφνικά με τσοι ωραίοι μεζέδες... Καλή ζωή, πολύ καλή!
Βαρεμάρα δεν έδειξε ποτέ. Τα στρωμένα με άσπρη κόλλα ντουλάπια της κουζίνας ήταν φορτωμένα βάζα. Στη σειρά τα γλυκά κουταλιού και μαρμελάδες, τα σύκα που ξέραινε στον ήλιο και γέμιζε με καρύδι, παστέλι που μοσχοβολούσε μέλι καλό κι έλιωνε στο στόμα, τουρσί, ελιές που είχε με περίσσια υπομονή και κέφι τσακίσει, σαρδελίτσες παστές στο χοντρό αλάτι, όλα φτιαγμένα από τα χέρια της, βαλμένα με τάξη. Χώρια τα αλμυρά, χώρια τα γλυκά. Στο μεγάλο ψυγείο το ένα ράφι είχε κι αυτό όλα όσα χρειάζονταν για μια ξαφνική επίσκεψη. Λακέρδα, ντοματούλες άγουρες που είχαν "ψηθεί" στο ξύδι και γέμιζε με κάπαρη, μαϊντανό και μπόλικο σκορδάκι, βούτυρο με ψιλοκομμένη καυτερή πιπερίτσα, γιατί <Αθρώποι είμαστε και πες ότι δεν έχομε σαλάμια και τυριά που χαλνάνε κιόλας, μην έρτει μουσαφίρης πρωινός κι ηκαθίσει ως η ώρα δώδεκα και δεν έχεις κάτι για να τον ηβγάλεις ένα ουζάκι! Μήτε αν κοπιάσει απόγιομα κι ο ήλιος πέσει, να τον έχεις με καφέ και ρετσέλι...>
Οι περισσότερες γυναίκες προσπαθούσαν να της μοιάσουν, αγοράζοντας έτοιμα ο,τι έβρισκαν. Καμία δεν είχε το μεράκι και την υπομονή της. Ένα φαΐ κι έξω απ' την πόρτα, άντε καμιά τυρόπιτα με φύλλο έτοιμο τις Κυριακές και τις γιορτές οι πιο καλοφαγούδες... Τηγανίτες, ρυζόγαλο και λουκουμάδες ήταν το συνηθισμένο γλυκό που γεύονταν οι φαμίλιες τους και τα παιδιά τρελαίνονταν τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρή με τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τα κουλουράκια που γέμιζαν ιδιαίτερη μοσχοβολιά το σπίτι. Σαν τα δικά της όμως, τίποτα δεν ήτανε! Με το μάτι και τη μυρωδιά ξεχώριζες ανάμεσα στις τόσες λαμαρίνες του φούρνου της Σμυρνιάς Ραλλούς τα αμέτρητα φοινίκια με τις στρωτές γραμμούλες, τους αμυγδαλωτούς κουραμπιέδες πριν "Του Χριστού τη μέρα," τη στολισμένη βασιλόπιτα για την πρώτη μέρα του Νέου Χρόνου που ήταν η πιο σημαντική και τα κουλουράκια σε σχήμα βαρκούλας που στολίζονταν δίπλα στα κόκκινα αυγά τις Άγιες Ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και περίμεναν την Ανάστασή Του για να τα γευτείς. Κι αυτές οι περίτεχνες λαμπροκουλούρες και τα τσουρέκια με τη μαστίχα και το μαχλέπι που έβγαιναν με το μακρύ φτυάρι ζεστά και λαχταριστά από το μεγάλο σκοτεινό θάλαμο, ήταν κόλαση! Δεν υπήρχε θρησκευτική γιορτή που να μη συνόδευαν τα πρέποντα γλυκά. Αξημέρωτα σηκωνόταν και ξεκινούσε τα ζυμώματα!
Στο μπουφέ είχε τα μπουκάλια με τα λικέρ. Ο,τι φρούτο αγόραζε το εκμεταλλευόταν, δεν άφηνε τίποτα να πεταχτεί. Μάζευε τα κουκούτσια, τις φλούδες, τα έπλενε προσεκτικά και τα άφηνε για βδομάδες στον ήλιο με κονιάκ ή καθαρό οινόπνευμα, ζάχαρη και μπαχάρια. Έβραζε τα άσπρα πανάκια που είχε ειδικά γι αυτή τη χρήση ν' αποστειρωθούν καλά κι όταν σούρωνε δυο και τρεις φορές το μυρωδάτο υγρό έβγαινε διάφανο με χρώμα έντονο. Ηρεμούσε λίγες μέρες στο μπουκάλι και σερβιριζόταν σε ωραία καράφα.
- Βολή με το τουλπάνι δεν έχω, ούλο και κάτι περνάει μέσα... Πανί και πάλι πανί γι αυτή τη δουλειά!
Με το κραγιονάκι και τις φανταχτερές μπλούζες, τα πολλά χρυσαφικά που τη στόλιζαν, υποδεχόταν τους πάντες με χαμόγελο. Παρά τα επιπλέον κιλά που είχε πάρει και πολύ δυσκολευόταν να βρει ρούχα έτοιμα σε τόσο μεγάλο νούμερο που να της αρέσουν, ξεσήκωνε τα καλύτερα σχέδια από τις βιτρίνες και τα πήγαινε στη μοδίστρα. Πολύ παχιά, αλλά πάντα κοκέτα, την καμάρωνε ο άντρας της.
- Γιατί να μη σ' είχα γνωρίσει πιο νωρίς;
- Το τυχερό ήτονε να σμίξουμε τώρα... Καλά θέλω να περνάς, να χαίρουμε κι εγώ κοντά σου!
- Τα καλύτερά μου χρόνια ζω! Καρδιά δε μου κάνει να φεύγω από το σπίτι! Όλοι μου οι φίλοι με ζηλεύουν!
Αυτό ήταν το μυστικό κάθε καλονοικοκυράς στα μέρη της! Η ευχάριστη ατμόσφαιρα, το καλό φαγητό και η πάντα ωραία και περιποιημένη γυναίκα να έχει τον άντρα της στα πούπουλα! Αυτές ήταν κι οι συμβουλές που έδινε στην κόρη της, όμως δεν έδειχνε να πιάνουν τόπο δυστυχώς... Η Τριανταφυλλιά πήγαινε από προξενιό σε προξενιό και στο τέλος δεν γινόταν τίποτα... Μεγάλο καημό είχε η μάνα που έβλεπε τα χρόνια να περνούν και την κόρη της να ζει παρέα με τα αισθηματικά βιβλία...
- Καμιά φιληνάδα σου ανύπαντρη δεν ήμεινε να βγείτε κομμάτι παραέξω; Να σ' ιδεί και κάνας άντρας που λέει ο λόγος παιδάκι μου πριν ημαραθείς σαν το πούλουδο, να σιάξεις κι εσύ τη ζωή σου... Μαζί μας να έρχεσαι ούλο όχι ηλέγεις, στα τόσα χρόνια πέντε για έξι φορές στο κέντρο ήρθες... Οι τέσσερις τοίχοι που τσ' ήφαγες πια απ' την πολύ πάστρα και το τρίψιμο ούλη την ώρα λες κι είναι με τσι μουτζούρες σ' ηβλέπουνε μονάχα και μια στάλα ο ήγιος* άμα υπάγεις στα ψούνια τσ' ημέρας!
Ο Μηνάς πέθανε μετά από πολύχρονη ασθένεια στα ογδόντα του χρόνια, αφήνοντας το σπίτι στη Ραλλού που τον έκανε νοικοκύρη και τον κοίταξε μέχρι την τελευταία του ανάσα.
- Η Νικολέτα δεν ήβγαλε μιλιά... Τσ' είχε γράψει το εξοχικό που αγόρασε με την αποζημίωση που τον ήδωκαν απ' την παλιά, την άλλη του δουλειά τότενες κι είχενε σιάξει τα δυο μικρά καμαράκια, κι ηπάγαιναν για παραθερισμό πολλά χρόνια. Παιδιά σκυλιά δεν είχενε, αυτή μια ζωή τον κοίταζε που ήτονε μπεκιάρης, ένα ξερό κορμί κι άμα δεν την ήπαιρνε θα τσ' ήφηνε και το άλλο. Δικαιωματικά βέβαια το ήγραψε τση γυναικός του...
- Και παράδες την άφηκε συμπεθέρα! Κρυφό λογαριασμό είχε που δεν ήξευρε μήτε ο αδερφός, μήτε η νύφη του τίποτις! Αμ πως θαρρείς επήρε και το άλλο διαμέρισμα, ε; Σε λέει άμα φύγω κι εγώ, μόνη της θα μείκει η κόρη μου, να νοικιάζει και να έχει εισόδημα κάθε μήνα να περνάει, χώρια τοις τόκοι που θα παίρνει βέβαια! Με τη σύνταξη που της άφηκε μια χαρά τα φέρνουνε βόλτα! Χώρια που απέ την αρχή την έδινε ούλα τα λεφτά στα χέρια της κι έκαμε εκείνη το κουμάντο. Και την Τριανταφυλλιά έδινε παράδες και την ψούνιζε για το σπίτι, έκαμνε και και λούσα της... Η Νικολέτα στάθηκε τυχερή, γιατί έτσι κατάκοιτος στο κρεβάτι που έμεικε πέντε χρόνια, αυτή θα έπρεπε να τον νταντεύει...
- Βέβαια, πολύ τυχερή κι ας ήλεγε στην ξαδέρφη τση καμιά φορά ότι τον μασουλάνε μάνα και κόρη... Και την έγνοια του δεν ήθελε, το παραδάκι όμως... Με είχε πετάξει αυτή κάνα δυο κουβέντες, με τρόπο βέβαια, μα τσ' είπα ότι είναι το πρέπον να τα δίνει τση γυναικός του... Σερσέμω είμαι να μη καταλάβω πως ήτονε τση αλληνής λόγια; Μπρε τη Ραλλού... Καλά θα ήτονε να την είχε παντρέψει, να είχενε την κόχη τση μ' έναν άθρωπο... Ακόμα έχει ελπίδες μπας κι ηβρεθεί γαμπρός... Κι εδώ που τα λέμε, άμα πει αυτή το ναι, ούλο και κάνας μεσήλικας θα φανερωθεί...
- Ναι για! Αμά να σε πω, κομματάκι δύσκολο με φαίνεται τώρα πια, μακάρι όμως... Βέβαια, άμα η γυναίκα θέλει να παντρευτεί, θα βρει το γαμπρό! Είδες η μάνα της πως επήρε τρεις άντριδοι; Μήτε στο νυχάκι της δεν την έμοιαξε η κόρη μπρε παιδί μου... Και να πεις που ήτουνε καμιά χαμένη; Μια χαρά κοπέλα, γράμματα ξεύρει, εμφανίσιμη, καλοπροικισμένη, νοικοκερά, τον καλύτερο θα έπρεπε να είχε πάρει!
- Μ' αυτόν τον καημό θα φύγει η μάνα τση... Κρίμας είναι...
- Τι να πεις... Θυμάμαι τη Γεσθημανή που έκαμνε τα προξενιά στις μεγαλοκοπέλες... Αυτή την χρειαζούτανε, να την κουκούλωνε μάνι μάνι!
- Γνωστή σας ήτουνε;
- Βέβαια, καλή γειτόνισσα, δε ζει πια... Χωρατατζού, πες και γέλα, συντρέχτρα, νοικοκυρά, καλής καρδιάς γυναίκα... Σαν τώρα τη βλέπω μπροστά μου με την κουτάλα στο χέρι...
Σιστάρισμα - Νοικοκυριό
Ήγιος - Ήλιος
Ήγιος - Ήλιος
Ε λοιπόν, αυτή η ανάρτηση σου ήταν .... νοστιμότατη!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραία που τα έλεγε για τα φαγάκια η Ραλλού???
Μαιρούλα μου σε φιλώ πολύ πολύ πολύ!!
Ελενάκι μου ναι, μιλούσε και συμπεριφερόταν στα φαγάκια σα να ήταν μωρά και ήθελαν ντάντεμα και κανάκεμα!
ΔιαγραφήΚαλό Σ/Κ αγαπούλα μου, φιλάκια πολλά!!!
Χόρτασα σμυρνέϊκες λιχουδιές και μεζεδάκια από την Ραλλού, Μαιρούλα! Θυμήθηκα τις σμυρνιές τις θείες μου!! Νά'σαι καλά!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά!!!!
Μαριαννάκι μου είσαι τυχερή που έζησες με τις θείες από τη Σμύρνη! Φαντάζομαι πόσα θα γεύτηκες και έμαθες!
ΔιαγραφήΠολλά φιλάκια γλυκιά μου, καλό Σ/Κ!!!
εγώ τωρα τι να σου πω....και πολύ ωραία ιστορία αλλά τρέχουν τα σάλια μου μπρε....λιχούδης εδώ...ολα πολύ ωραία
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαναγιώτη μου σ' ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΝα σου πω μια σκέψη μου; Να μαγειρέψουμε όλα όσα διάβασες και να σε καλέσουμε να δοκιμάσεις, ε;
Περίμενε και θα σ' ενημερώσω! χα χα χα!
Καλό Κυριακάτικο απόγευμα, φιλιά!
Υπέροχα τα μυστικά της κουζίνας των Σμυρνιών Μαίρη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤης άξιζαν οι 3άντράδες της Ραλούς αφού ήξερε το μυστικό για να κακοπερνάνε αλλά άτυχη βρε παιδί μου!!
Ζουζούκα μου ναι, υπέροχα κι απλά.
ΔιαγραφήΤίποτα το περίεργο, κανένα δυσεύρετο υλικό κι όμως ήταν, είναι και θα είναι ακαταμάχητη η κουζίνα τους!
Η Ραλλού ήταν έξυπνη και ήξερε πως να κρατάει τους άντρες της ζωής της, κάνοντας φυσικά αυτό που πάντα ήθελε. Είχε οικονομική ανεξαρτησία γιατί και οι τρεις δεν ήταν τυχαίοι, της τα χαλάλιζαν όλα όμως γιατί καλοπερνούσαν. Η ατυχία της ήταν ότι έχασε τους δυο τελευταίους της συζύγους και μάλλον τα ξαναβρήκε με τον πρώτο που είχαν χωρίσει, έτσι ακούστηκε...
Φιλάκια γλυκά σου στέλνω αγαπημένη μου!
κραγιονάκι, ρουζάκι, τι όμορφα μυστικά είναι αυτά δεν τα ήξερα!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια Μαράκι!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ρενάκι μου με την πρώτη ευκαιρία μπορείς να τα δοκιμάσεις! Καλό στέγνωμα θέλουν και δεν ξεχωρίζουν μετά από τα έτοιμα!
ΔιαγραφήΦιλάκια πολλά, χαρούμενο Σ/Κ!!!
Πω.πω. τι παθαίνω με το που μπαίνω εδώ να σε διαβάσω.. Μαιρούλα μου...δεν χόρταινα απόψε διάβασμα.. δεν ήθελα να τελειώσει η ιστορία της Ραλούς.. χι.χι. έτσι που τα γραφεις .. φίλη μου...μεχρι εδώ έρχονται οι μυρωδιές.....μμμμμμ..!!! μωρέ αμα θέλει η γυναικα να κρατήσει τον άντρα της ... ξερει τον τρόπο... και αυτός είναι της Ραλούς... αν της δίνει τόσα.. γιατί να μην τον περιποιηθεί στο τελος δικό της συμφέρον είναι... ακομα και αγαπη να μην υπαρχει .. υπαρχουν τόσα αλλα που κάνουν ένα ζευγάρι.. να περνά καλά..!!!η εκτίμηση .. ο σεβασμός, η κατανόηση... ... να ήσουν απο μια μεριά να με έβλεπες.. χι.χχι. με το πλεχτό στο χέρι και το μάτι στο διάβασμα..χι.χι.
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστούμε ... πολύ.. και σου στέλνω πολλά φιλακιαααααααααα!!!!!!
πες μου τι κανεις;; είσαι καλά;;
Ρουλίτσα μου και μόνο που σκέφτομαι να πλέκεις και να διαβάζεις ταυτόχρονα γελάω!
ΔιαγραφήΕίδες η Ραλλού; Ούτε φλογερούς έρωτες κοίταξε ούτε μακροχρόνιες σχέσεις... Εκτίμηση και σεβασμός όπως λες και περνούσε μια χαρά! Αγαπιέται ο άνθρωπος με το χαρακτήρα του κι έτσι έζησε ευτυχισμένη με τους γάμους της. Τους καλόπιανε, τους περιποιόταν κι εκείνοι της έδιναν τα πάντα, ό,τι ήθελε αποκτούσε!
Εγώ ευχαριστώ πολύ αγάπη μου, σου στέλνω φιλάκια και θα σου τηλεφωνήσω να ακούσω τη φωνούλα σου!