.

.
.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο τέντζερες της Γεσθημανής



- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Μπρε συ, πιο μικρά αυγά δεν είχε ο γιουμουρτατζής* να με φέρεις; 
- Όχι θεία... 

- Οχιά να μη σε φάει! Πολύ μπουνταλάς είσαι! Να διω τώρα πόσα θα σπάσω στο τηγάνι με τον παστουρμά! Και φρικασέ με το αρνί και πίτα και γαλατομπούρικο θα κάμω. Διπλά και τριπλά πρέπει να τα βάλω και δε θα με φτάσουνε κιόλας!

- Τόσα πολλά θα ψήσεις θεία; Πω πω πω, ποιος θα τα φάει;
- Μουσαφιραίοι θα έχω!

- Γαμπρό πάλι, ε; Ποια παντρολογάς τώρα; Χα χα χα! 
- Να μη σε νοιάζει μπρε! Ορίστε μας, που ούλα θες να τα μαθαίνεις! Άμε τώρα, τράβα όξω να παίξεις, με υποχρέωσες! 

Ο μικρανεψιός της έβγαλε τη γλώσσα κι έτρεξε γρήγορα στην ανοιχτή πόρτα μη φάει καμιά στα μαλακά, όταν η Γεσθημανή απειλητικά έπιασε την κουτάλα. 
- Θα σε πω εγώ που με κοροϊδεύεις μπρε! Δε θα σε πιάσω στα χέρια μου; Μαύρο θα σε κάμω καημένε μου! 
Κούνησε τα χέρια με κινήσεις απελπισίας βλέποντας άλλη μια φορά τα μικρά αβγουλάκια και ξεφύσηξε. Έκοψε τρία μεγάλα κομμάτια μπουρέκι με κιμά για το δεκάχρονο μικρό. Έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και τον φώναξε δυνατά.

- Έλα εδώ μπρε συ! Την άφηκα την κουτάλα, μη φοβάσαι, έλα να φας! Έλα μπρε σε λέω κι έψησα μπουρέκι χτες! 
Στη στιγμή πέρασε ο ανιψιός πάλι στην κουζίνα. Κάθισε στην άκρη της καρέκλας κι έτρωγε λαίμαργα από το γεμάτο πιάτο.

Έτσι ήταν η Γεσθημανή. Φώναζε πάντα πολύ κυρίως όταν τη τη νευρίαζαν και σε λίγα λεπτά το ξεχνούσε και τους καλοταΐζε!
- Θα σε βάλω κι άλλο μετά, να το πας στη μάνα σου που την αρέσει! Και να την πεις, άμα φάτε και σηκώσει τα πιάτα, να έρτει που τη θέλω! 
- Τι τη θέλεις θεία;

- Σους μπρε που θα σε δώκω και λογαριασμό! Μια σταλιά παιδί και να ρωτάς τι κάμουν οι μεγάλοι, πού ακούστηκε, ε; Εμένα και τη γιαγιά σου στην άλλη κάμαρη μας έστελνε η μάνα μας άμα μιλούσανε, ακούς; Ακούω να λέγεις! Και κάμναμε αμέσως ο,τι μας έλεγε, όχι σαν ελλόγου σου που είσαι θεριό! Απέ τον αδερφό σου το μικρό, εσύ πιο ζιζάνιο είσαι, την ψυχή μας βγάζεις! Και μη θαρρείς που δεν έμαθα για τα τζαμλίκια που σπάσατε πάλι με τη μπάλα και γινήκατε καπνός μη και σας διούνε! Μπρε συ, άμα σε περιλάβει ο άθρωπος θα σε σκοτώσει στο ξύλο εφώναζε! Με τις ώρες μάζωχνε τα γυαλιά από την κάμαρα και τελειωμό δεν είχανε!

- Δεν την έριξα εγώ τη μπάλα θεία, αλήθεια σε λέω... Φοβήθηκα όμως μη με πιάσει κι εμένα κι έτρεξα με τους άλλους... 

- Καλά... Να προσέχεις όμως, ε; Έλα δω μπρε πασά μου να σε πάρω μια αγκαλιά που σ' αγαπάω! Αχ αχ αχ! Σ' έχω και σοκολάτες απέ κείνες που σε αρέσουνε, δυο εσύ θα φας και δυο τον αδερφό σου να δώκεις! Τη μαμά σου μη ξεχάσεις να την πεις να έρτει, άιντε γιόκα μου! 


Κόρη της αδερφής της ήταν η Ζηνοβία, η μητέρα του μικρού. Σε μια γειτονιά έμεναν κι είχε μεγαλώσει τα παιδιά της. Τα φρόντιζε στις αρρώστιες τους, τα γιατροπόρευε, τα κοίμιζε στο σπίτι της μαζί με τα εγγόνια της. Καμάρωνε το σπιτικό που έστησαν με τον άντρα της, αυτόν που αγαπούσε από πολύ μικρή κι έλιωνε στο πέρασμά του. Η θεία της που το είχε καταλάβει, ρώτησε κι έμαθε από μια γνωστή της από πού κρατούσε η σκούφια του. 

- Τύχη καλή, να τον πάρεις! Καλό παιδί, λεβέντης, παράδες βγάζει, σε αξίζει! Αύριο εδώ, ετοιμάζω τον τέντζερε!
Το μαγείρεμα θα γινόταν στο σπίτι της, για να είναι σίγουρη ότι θα φτιαχτεί αποκλειστικά από τα χέρια της μέλλουσας νύφης. 

- Τι θα ψήσω θεία;
- Θα με πεις εσύ τα φαγιά που ξεύρεις και θα διούμε... Η ώρα εννιάμισι, σε περιμένω με τη μάνα σου! 


Ένα μεγάλο κομμάτι κρέας ήταν στο ψυγείο, τυριά και τα λαχανικά που ποτέ δεν έλειπαν. 
- Να σε ψήσω λεμονάτο θεία μου;

- Το πετυχαίνεις μπρε;
- Ε... Δεν ξέρω, εσύ θα με πεις... 
- Καλά, άιντε να σε διω! Έλα να φας, να στυλώσεις κομμάτι πρώτα που είσαι με το σκέτο γάλα! 

Η Γεσθημανή με την αδερφή της έπιναν το καφεδάκι από τα χέρια της στην κουζίνα κρυφογελώντας
- Θυμάσαι που ητανάνε μικρούλα και τις πρώτες φορές μας έφερνε ένα νεροζούμι; Στη γλάστρα το έχυνα για να μη την στενοχωρήσω την κόρη σου. Έχει πιει καφέ η γλάστρα... Χα χα χα χα! Και τώρα διες, μερακλίδικος και με καϊμάκι όπως πρέπει! 

 Η Ζηνοβία έπιασε με φαρδύ λάστιχο τα μαλλιά της, τίναξε τις τυχόν τρίχες, φόρεσε την ποδιά κι έπλυνε το τρυφερό μοσχαράκι και τα κόκαλα που το συνόδευαν.  Όποιο φαγητό έφτιαχναν με κρέας, έβαζαν απαραιτήτως κι επιπλέον χοντρά σπασμένα κόκαλα μέσα για τη μοναδική τους γεύση. 

Το σκούπισε, το έκοψε σε μερίδες με το μεγάλο μαχαίρι και το έβαλε στον τέντζερη να σοταριστεί με βούτυρο και λίγο λάδι. 

- Τώρα πας να ρίξεις το κρέας μπρε; Η φωτιά χαμηλή είναι, αντί να τσιγαριστεί θα βράσει στο ζουμί του και θα βγάλει αφροί! Πρώτα το γυρίζεις απ' ούλες τις μεριές στο δυνατό κι ύστερις πάλι τη χαμηλώνεις! 

Η Ζηνοβία έκανε αυτό που της είπε. Ψιλόκοψε κρεμμύδι μπόλικο και το έριξε, ακολουθώντας με τρόπο το βλέμμα της μητέρας της. 
- Και μια κουταλίτσα ζάχαρη βάλε γιαβρί μου! Το μελώνει το κρομμύδι και δεν το αφήνει να καεί! Όποιο φαγάκι ψήνεις, να το θυμάσαι αυτό! 

- Θα το θυμάμαι θεία μου!
Έκοψε τρεις σκελίδες σκόρδο κι ετοιμαζόταν να τις ρίξει όταν η θεία της την πρόλαβε πάλι.
- Το σκορδάκι θα σε αρπάξει και θα γένει πικρό! Η ουσία του φαγητού θα χαλάσει και θα μυρίσει άσκημα! Άμα χαμηλώσεις τη φωτιά το βάνεις! 
Λίγο πριν προσθέσει το νερό το έριξε. Η γαργαλιστική μυρωδιά του την έκανε να χαμογελάσει. Η μητέρα της την πρόλαβε πριν ρίξει το αλάτι για να μη σκληρύνει το κρέας. Η κοπέλα κοιτούσε τα βαζάκια με τα μπαχαρικά που ήταν βαλμένα στη σειρά πάνω στο μεγάλο ράφι και προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα έβαζε. Κανέλα, μπαχάρι και μοσχοκάρφια ήξερε ότι ταιριάζουν στα κοκκινιστά και τις σάλτσες. Όλα τα λεμονάτα πιάτα πέρασαν νοερά από μπροστά της...

 Ρίγανη! Μπόλικη και φρεσκοτριμμένη που του πήγαινε πολύ.
- Άμα τη ρίξεις από τώρα, θα χάσει ούλο της το άρωμα! Να τα τυπώσεις καλά στον μυαλό σου αυτά που σε λέγω γιαβρί μου, για να σε πετυχαίνει πάντα ο,τι ψήνεις! Δε με λες, άλλο τίποτις θα βάλεις στο φαΐ; 

- Λεμονάκι θεία!
- Κι άμα το σφίξεις, τι θα κάμεις μετά τη λεμονόκουπα;

Η Ζηνοβία την κοίταξε παράξενα. 
- Τι θα την κάνω καλέ θεία, θα την πετάξω! 

- Α πα πα πα! Μπρε συ, γιατί θα την πετάξεις; Δεν ξεύρεις που το λεμονάκι είναι πράμα πολύτιμο; Άμα βγάνεις καλά καλά το ζουμάκι του για το φαγάκι ή τη λεμονάδα, θα τρίβεις τη φλούδα του στο ψιλό του ρεντέ και θα την φυλάγεις στην ψύξη. Γλυκά άμα φτιάχνεις θα την έχεις έτοιμη! Θα βάνεις το από μέσα της στα χέρια σου, να είναι πάντα άσπρα κι απαλά, ακούς; Και στοις αγκώνες και στις φτέρνες και στα γόνατα, ο,τι πρέπει είναι! Άμα τη βράσεις κομμάτι, θα μοσκοβολάει η κουζίνα κι ούλο το σπίτι! Περνάς τις γούρνες κι είναι καθαρές, στη μπουζιέρα* μέσα άμα μείκει δε μυρίζει τίποτις από φαγιά και ζαρζαβάτια

Η αδερφή κι η ανιψιά της κοιτούσαν πλέον με άλλα μάτια τα λεμόνια στη φρουτιέρα.
- Ένα πιλαφάκι θα κάμεις που πάει με το κρέας, ναι; Άσπρο άσπρο και σπυρωτό για να φάμε και να φχαριστηθούμε! Άιντε να σε διω κοκόνα μου!

Στη Ζηνοβία άρεσε πολύ το ρύζι. Συνόδευε πολλές φορές και τον αρακά και τα θαλασσινά σαν συμπλήρωμα. Ήταν πάντα η εύκολη λύση κι είχε μάθει να το φτιάχνει από μικρή όταν κρατώντας την κούκλα της παρακολουθούσε τη μητέρα της στην κουζίνα. Ο μόνος τρόπος για να μη λασπώσει, ήταν να το σοτάρει λίγο στο βούτυρο, πριν ρίξει το ζεστό νεράκι. Η θεία κι η μαμά της την κοιτούσαν ευχαριστημένες όταν τελειώνοντας το σκέπασε με το καθαρό από το συρτάρι πεσκιράκι της κουζίνας για να τραβήξει τον ατμό κι έβαλε από πάνω το καπάκι του μικρού τέντζερη.

- Σαλάτα να κόψω θεία;
Έτριψε καρότα, άσπρο και κόκκινο λάχανο και ψιλόκοψε κάμποσους κλώνους σέλινο και δυο σκελίδες σκόρδο. Αλάτι, λίγο ξύδι και καλό ανακάτεμα πριν μπει το λάδι κι οι κόκκινες πιπεριές τουρσί που είχε πάντα το καβανόζι της Γεσθημανής

Όσο έτρωγαν το νόστιμο φαγάκι λέγοντας πολλές φορές <Γεια στα χεράκια σου Ζηνοβία!> η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τα μυρωδικά, το βούτυρο, τις ζύμες, τα γλυκά, τα μεζεδάκια της στιγμής για ξαφνικούς μουσαφιραίους ή για ένα ουζάκι, έτσι για να περιποιηθεί τον άντρα της. 

- Τα μπαχάρια δίνουνε τη γεύση, αμά πρέπει να τα ρίχνεις με μέτρο! Λίγο να σε ξεφύγει, το φαγάκι χαλνάει και δεν τρώγεται μ' ευχαρίστηση! Άμα ψήνεις σε μεγάλο τέντζερε και βάνεις πράμα πολύ, μεγάλο ξύλο κανέλα, τέσσερα μοσχοκάρφια και τρία σπυριά μπαχάρι! Χωρίς αυτά και χωρίς σκορδάκι, κοκκινιστό δεν γένεται! Και μια σαλτσούλα σκέτη, χωρίς το κρέας να κάμεις, πάλι τα χρειάζεται! Με ζαχαρίτσα θα τη γλυκαίνεις να μη γένει ξινή, άμα ρίξεις όμως κρομμυδάκι μπόλικο τριμμένο, βγάνει κι αυτό τη γλύκα του! Κι η πιπερίτσα ταιριάζει πολύ στη σάλτσα να ξεύρεις! Στα γιομιστά που έχουνε ντοματούλα τι μπαχάρια βάνουμε γιαβρί μου; 

- Μμμμμ... Τίποτα νομίζω... Μυρωδικά μόνο, μαϊντανό και δυόσμο...

- Έτσι μπράβο! Κρομμύδι μπόλικο κι άμα ρίξεις κομματάκι λιωμένο σκορδάκι μέσα να διεις νοστιμιά! Τις ντοματούλες άμα αδειάζεις, ζαχαρίτσα να βάνεις μέσα τους! Να προσέχεις μόνο, μη σε γίνουν πετιμέζι, ναι; Το κάθε πράμα θέλει προσοχή μεγάλη στην αρχή, μετά συνηθίζει το χέρι και ξεύρει μόνο του την κάθε δόση. Η μαμά σου κι εγώ, δε θα μαγερέψουμε καθόλου αυτές τις μέρες, εσύ θα μας ψήνεις τα φαγάκια μας! Ο,τι δεν ξεύρεις θα το μάθεις τζιέρι μου κι άμα έρτει η ώρα η καλή θα καμαρώνει ο άντρας σου τη νοικοκερά που πήρε! Ούλες οι δουλειές μπορεί να μείκουνε, το φαγάκι όμως είναι το πρώτο που πρέπει να στήνει η γυναίκα! Βάνεις στη φωτιά τον τέντζερε όσο αερίζεις την κάμαρη κι όσο ψήνεται το φαΐ κάμνεις τη λάτρα σου... Ο άντρας σου άμα γυρνάει στο σπίτι απέ τη δουλειά του, η μοσκοβολιά πρέπει να τον πιάνει! Έτσι νιώθει που πήρε γυναίκα νοικοκερά και άξια! Το μεσημέρι που σκολνάει γιαβρί μου, είναι το πρώτο πράμα που σκέφτεται, το καλό φαγάκι. Κι εσύ να είσαι πάντα καλοφτιαγμένη, να σε βλέπει και να χαίρεται! Μήτε με την ποδιά, μήτε αχτένιστη, μήτε να μυρίζουνε τα μαλλιά και τα χέρια σου! Λεμονόκουπα πριν πεταχτεί, απέ τα χεράκια σου θα περνάει πρώτα και θα παίρνει ούλες τις μυρωδιές μετά το καλό σαπούνισμα, μήτε σκόρδα, μήτε κρομμύδια άμα χορτάτος πια αρχινίσει τοις τζιλβέδες... Χα χα χα χα! Ντρέπεται και κοκκινίζει η κόρη σου, διε την! Ούλα πρέπει να τα ξεύρεις, να μην τρομάξεις και να μη φοβηθείς παιδάκι μου... Χαρά στον άντρα που παίρνει κορίτσι από σπίτι και την κάμνει γυναίκα του!


Έτσι ξεκινούσε η μύηση των κοριτσιών στην κουζίνα κι ακολουθούσαν πολλά ακόμα μαγειρέματα και συμβουλές για να είναι καλονοικοκυρές έτοιμες όταν άνοιγαν το δικό τους σπιτικό. Όχι όλων των κοριτσιών βέβαια, αλλά αυτών που προξένευε η Γεσθημανή. Κι από όσα προξενιά είχε κάνει, κανένα δεν χάλασε, έκαναν όλες γάμους πετυχημένους! 

- Κορίτσι εγώ δε δίνω άμα δεν ξεύρει να μαγειρεύει καλά! Να με ζητάει τα ρέστα μετά ο γαμπρός και να με βλαστημάει;
Όταν ήταν κάποια περίπτωση δύσκολη κι ο γαμπρός δεν έλεγε το "ναι", μ' ένα καλό τραπέζι και μπόλικο κρασάκι  λυνόταν η γλώσσα του κι έφευγε σχεδόν λογοδοσμένος. Αν τον είχε βάλει κάποια κοπέλα στο μάτι και δεν ήξερε πως να τον πλησιάσει χωρίς να εκτεθεί, το τραπέζι της ήταν η λύση. Εκεί, πάνω στα γέλια και τη χαρά, εμφανιζόταν "τυχαία" τάχα να τη φιλέψει ένα γλυκό που έψησε. Εκθείαζε τη νοικοκυροσύνη και τα προσόντα της αφού της έδινε θέση στο τραπέζι. Είχε τον τρόπο να προσεγγίζει τους ανθρώπους η Γεσθημανή. Φιλόξενη πάντα, καλούσε κόσμο τακτικά στο σπίτι της και δεν παραξενευόταν κανείς για την πρόσκληση. Κι όταν έβλεπε το θέμα να βρίσκεται σε "καλό δρόμο", χτυπούσε διακριτικά τον τέντζερέ της με την κουτάλα. Αυτή ήταν η κίνηση που περίμεναν όλες! 



- Θείααααααααα! Μέσα είσαι;
- Έλα τζιέρι μου, έλα γιαβρί μου! Κάτσε μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου, που είναι λαδωμένα! Την καντήλα καθάριζα που ούλο μαύρη γένεται!

- Με είπε ο γιος μου ότι με θέλεις... 
- Ναι μπρε κόρη μου, κάτι θέλω να σε πω εμπιστευτικά... Να ψήσουμε και δυο καφεδάκια, να κάτσω κομμάτι που με πονεί η μέση μου απ' το πρωί. 

- Κάτσε θεία μου, εγώ θα τα ψήσω!
- Την ευχή μου να 'χεις κόρη μου! Βάλε με κι ένα ποτηράκι νερό, ελύσσαξα με τον παστουρμά πάλι σήμερα! Αμαρτία που μπήκαμε στη Σαρακοστή και δεν ενήστεψα απ' την αρχή... Απέ την άλλη βδομάδα όμως κομμένα ούλα τούτα...

Ήρεμη και γλυκιά όπως πάντα η Ζηνοβία, κάθισε δίπλα της και την άκουγε με προσοχή.
- Για τη Χρυσώ θέλω να σε πω κάτι... Δε με λες, μπας και σ' έχει πει που αγαπάει κάνα παιδί;

- Όχι θεία, πού να ξέρω τι κάνει; Έχω να τη μιλήσω κάνα μήνα, δεν την έχω δει... Γιατί ρωτάς;
- Ήρτε και μ' έφερε τσάι απέ την εξοχή που πήγε η θεία του Παρίση, αυτουνού που έχει το μαγαζί με τα ελεχτρικά, ξεύρεις ποιον σε λέω! Την έβγαλα ένα γλυκάκι να την ευχαριστήσω και μ' έπιασε την κουβέντα... Κι απάνου που κάτι μ' έλεγε για τον ανιψιό της, με πέταξε και για τη Χρυσώ, που είπε λέει στη μάνα της ότι τον αρέσει... 

- Μακάρι! Είναι καλό παιδί και το μαγαζί βγάζει...
- Ναι, τα ξεύρω παιδάκι μου, αμά αυτή μήτε ν' ακούσει! Τη μίλησε η μαμά της βέβαια κι απάντησε τη θεία του που είναι μικρή ακόμα για παντρειά! Ακούς;

- Μικρή η Χρυσώ; Μια ηλικία έχουμε, μη σε πω ότι είναι και κάνα χρόνο πιο μεγάλη! 
- Λες να μη το ξέρω; Τα τριάντα μες στο νερό! Κι αφού η γυναίκα με τα είπε και με παρακάλεσε να πω κι εγώ καμιά κουβέντα, έπιασα τη μαμά της και τη μίλησα... Η τύχη της άνοιξε με τέτοιο παιδί την είπα! Καλός, ήσυχος, ένα πατέρα έχει που είναι αρνί, μήτε πεθερά στα πόδια της εδώ που τα λέμε! Η Ντουντού χτες σκοτώθηκε πάλι με τη νύφη της, το μαχαλά στο ποδάρι σηκώσανε! Αυτό την είπα, για να διει που δε θα έχει τέτοια προβλήματα... Αμά σκέπτουμαι, μπας κι έχει βάλει κάναν άλλο στο μάτι και δεν τον θέλει...

- Τι να σε πω, ιδέα δεν έχω θεία... Εδώ που τα λέμε όμως, δεν την έχουν ζητήσει και πολλοί, κάνα δυο μόνο κι είπε όχι επειδή δεν την άρεσαν... Είναι και κομμάτι μονόχνοτη όμως, με το ζόρι να βγει όξω απ' την πόρτα... Μπα, δε νομίζω να θέλει άλλονε, πού να τον βρει μες στο σπίτι που μνήσκει όλη μέρα;

- Αυτό είπα κι εγώ! Ούλο όχι κι όχι και δε μ' αρέσει κανένας, βάλε και τα χρόνια περνάνε μες στοις τέσσερις τοίχοι, στο ράφι θα μείκει. Καημό έχουνε οι γονιοί της να την παντρέψουνε, να πάρει σειρά κι ο αδερφός της που τραβολογάει τόσο καιρό κείνη την κοπέλα, αμαρτία είναι για! Και να σε πω, έκαμα ένα πράμα, τη μήνυσα να φέρει την κόρη της αύριο, τάχα να τη δείξω μια πλέξη, αμά θα είναι κι ο Παρίσης με τη θεία του εδώ! Πρώτα θα έρτει εκείνη και θα έχει μηνύσει τον ανιψιό της που τον θέλω να με σιάξει αυτή τη λάμπα, ξεύρεις, που την έχω απ' τη γιαγιά σου! Δυο ίδιες είχε, μια πήρα εγώ και μια η μαμά σου! Καλή δικιολογία δεν είναι; Κι έτσι που έχει ν' ανάψει τόσα χρόνια, κάμποση δουλειά θα έχει, μη σε πω ότι μπορεί και να μη σιάχνεται... Θα βγάλω μετά κι ένα μεζέ για να τοις χασομερήσω κι έτσι θα μείκουνε! Για να μη πάρει όμως δρόμο και φύγει η Χρυσώ, επειδής δεν την έχω καμιά εμπιστοσύνη την απτάλα, είπα να είσαι κι εσύ εδώ, έτσι για να την ξεγελάσουμε

- Χα χα χα! Όσα χρόνια σε ξέρω θεία, ίδια είσαι! Θα πω τον άντρα μου να κοιτάζει τα παιδιά και θα έρθω από νωρίς να σε βοηθήσω κομμάτι, μη γνοιάζεσαι! 


Οι μεζέδες για το ουζάκι ετοιμάστηκαν γρήγορα. Η Ζηνοβία πήγε δυο φορές στο φούρνο κι έφερε τα μεγάλα ταψιά με την πίτα και το γαλακτομπούρεκο, όσο η θεία της ετοίμαζε το σιρόπι. Το σπίτι μοσχοβόλησε βανίλια, γάλα, φρέσκο βουτυράκι και μελωμένη κολοκύθα με λιωμένα τυριά.

Η Γεσθημανή ζέστανε καλά το φρικασέ που λιμπίστηκε να φάει κι είχε μαγειρέψει το μεσημέρι. Το διαλεγμένο αρνάκι ήταν τρυφερό, χρονιάρικο κι είχε λιώσει μέσα στο παχύ ζουμί με το αβγολέμονο. Διάλεξε προσεκτικά τα ψαχνά, βγάζοντας τα κόκαλα και το έβαλε σε μικρό κατσαρολάκι.

- Ας βγάλω κι απ' αυτό κομμάτι... Κάτσε να σε βάλω να φας και θα διεις νοστιμιά! Ούλη η γεύση του κρομμυδιού με τον άνηθο, ίσια με τα κοκαλάκια μέσα εμπήκε! Πιάσε το κρέας με τα χεράκια σου, να ρουφήξεις και το μεδούλι που είναι νόστιμο και δυναμωτικό γιαβρί μου! Εγώ θα περιλάβω τα περισσευόμενα που κράτησα στην άκρη, επειδής για τοις μουσαφιραίοι το ξεχώρισα, με μπόλικο μαρουλάκι, φτάνει... Έτσι, μεζές θα είναι να τσιμπήσουνε κάμποσες πιρουνιές μαζί με τ' άλλα! Ίσια με να έρτουνε θα πεινάσουμε... Όχι μη με λέγεις, μια βούκα απέ την πίτα έφαγες για! Το μισό ταψί θα φαγωθεί και το υπόλοιπο να το πάρεις σπίτι, που αρέσει στον άντρα σου και τα παιδιά! Η μαμά σου έμεικε να ρίξει βεντούζες στον πατέρα σου, ε; Πολύ κρύο επήρε κι αυτός ο χριστιανός, γκούχου γκούχου τον πάει δυο μέρες τώρα, έχει και θέρμη... Περαστικό πράμα είναι βέβαια, θα πάρει τα γιατρικά του και θα τον περάσει... Θα τον πάω σουπίτσα με όρνιθα αύριο, θα βάλω τον τέντζερε πρωί πρωί γιατί θα πάω στην εκκλησία... Άμα γυρίσω θα την αποσώσω... Εσύ τζιέρι μου καθόλου να μη πας, καλά σε είπε η μαμά σου! Παιδιά μικρά έχεις, μπορεί να κολλήσεις κι εσύ κι αυτά μετά... 

Δεν πρόλαβαν να μαζέψουν το τραπέζι κι η θεία του Παρίση χτύπησε την πόρτα. 
- Εντάξει ούλα Γεσθημανή μου! Καλά που είναι η λάμπα σου βαριά, γιατί με είπε ο ανιψιός μου να την πάμε στο μαγαζί να τη σιάξει! Αμά τον είπα κι εγώ, πού να τη σηκώσει η γυναίκα, η μέση στα δυο θα την κοπεί! Α! Είναι κι Ζηνοβία εδώ; 

- Εγώ τη μήνυσα να έρτει, να με βοηθήσει κομμάτι... Και να σε πω, την αρώτηξα για τη Χρυσώ, τίποτις δεν έχει στον μυαλό της! 

- Ξέρει για τον ανιψιό μου πάει να πει;
- Ναι, θα βοηθήσει κιόλας μπρε, μη γνοιάζεσαι! Κοντά στην ηλικία είναι κι οι δυο, αλλιώς θα τα πούνε, δεν καταλαβαίνεις; 

- Μακάρι... Κι αυτή η κοπέλα να παντρευτεί που την επήρανε τα χρόνια, να τον φύγει κι ο νταλκάς τον ανιψιό μου...  




Ο Παρίσης είχε σηκώσει τη βαριά λάμπα και την ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας, πάνω σ' ένα μεγάλο παλιό πανί.
- Δίκιο είχες κυρά-Γεσθημανή, ασήκωτη είναι! Πόσα χρόνια την έχεις καλέ; Παλιό και καλό πράμα είναι!

- Μήτε που ξεύρω απέ πότε γιόκα μου... Παλιά βέβαια, πολύ παλιά είναι... Της μαμάς μου ητανάνε, που την είχε απέ τη μαμά της κι αυτή... Το ταίρι της το έχει η αδερφή μου, ενθύμιο... Απ' όταν έχασα το συχωρεμένο τον άντρα μου, καρδιά δε μ' έκαμε να την ανάψω... Σα να τον βλέπω και τώρα που σε τα λέγω... Κει δα στην κόχη εκαθούτανε τ' απόγιομα κι έπινε το καφεδάκι του... Πάντα την άναβε και διάβαζε την εφημερίδα του...  Αμά όταν τα χρόνια περάσανε κι είπα να τη βάλω στην πρίζα, σβηστή έμεικε! Σκέφτηκα να τη σιάξω και να δουλέψει πάλι, τη λυπούμαι έτσι να μνήσκει... Το Πάσχα λέγω πια να την ανάψω...

- Θα δούμε κυρά-Γεσθημανή... Τώρα που την άνοιξα, βλέπω που έχει μπόλικη δουλειά, το βράδυ θα μας πάρει! 
- Ας πάρει όσο θέλει, με την ησυχία σου γιε μου! Θα σε ψήσω καφεδάκι, θα πιούμε μετά κι ένα ουζάκι! Μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση σ' έχω, που είσαι καλό παιδί, τίμιο κι άξιο! Τυχερή η γυναίκα που θα σε πάρει... 

- Λες να είναι τυχερή; Χα χα χα! Άμα σιάχνει τέτοιο ωραίο ρετσέλι σαν το δικό σου, εγώ θα είμαι ο τυχερός! Άιντε στην υγειά σου, να ΄σαι καλά! 
- Στην υγειά σου και στις χαρές σου γλήγορα αγόρι μου! Με μια καλή κι όμορφη κοπέλα! 
Η Ζηνοβία πότιζε τα λουλούδια στην αυλίτσα της Γεσθημανής και καθάριζε τα ξερά φύλλα, περιμένοντας τη Χρυσώ με τη μητέρα της. Η θεία του Παρίση φαινόταν ανυπόμονη κι ο νέος άρχισε κάτι να υποψιάζεται... 

- Στα καρφιά κάθεσαι θεία; Άμα έχεις δουλειά πήγαινε, θ' αργήσω κομμάτι εδώ...
- Όχι πασά μου, δεν φεύγω... Δυο κλώνους αρμπαρόριζα θέλω να πω τη Ζηνοβίτσα να με κόψει και... 

Το καλωσόρισμα τη διέκοψε. Μητέρα και κόρη είχαν έρθει. 
- Μπρε καλώς τες μου! Πως κι απέ δω κοκόνες μου; Μεγάλη χαρά με δίνετε! 

Η Χρυσώ κοκκίνισε κι ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι όταν είδε τον Παρίση να την κοιτάζει γελαστός με τα καλώδια στο χέρι. 
- Γεσθημανή μου, να, ήθελα μια πλέξη να δείξεις την κόρη μου, αμά βλέπω που έχεις δουλειά... Δεν ήρταμε σε καλή ώρα...
Σους μπρε, τι δουλειά έχω; Ο Παρίσης τη λάμπα με μαστορεύει, εγώ κάθουμαι και τον χαζεύω! Έλα κοκόνα μου, πες με τι θέλεις και θα σε δείξω! Ζηνοβία, ψήσε καφεδάκια κόρη μου, πιάσε και το κυδωνάκι να τις τρατάρουμε! Πολύ χαρά με δώκατε, καιρό έχω να σας διω... 


Μουδιασμένη η Χρυσώ έβγαλε από την τσάντα τις βελόνες και το μαλλί, ρίχνοντας άγριες ματιές στη μητέρα της. Η Ζηνοβία τη σήκωσε γρήγορα, να της δείξει τάχα την κουβέρτα που είχε στρωμένη η θεία της. 

- Αυτό σχέδιο να κάνεις, εύκολο είναι! Μα κάτι έχεις εσύ, για με φαίνεται; 
- Ε... Δεν περίμενα ότι θα έχει επισκέψεις η θεία σου και ντρέπομαι... 

- Χα χα χα! Ποιον ντρέπεσαι καλέ, τον Παρίση για τη θεία του; Δεν ξέρεις ότι η κυρά-Γεσθημανή όλο μουσαφιρλίκια είναι; Την ήρθε να σιάξει τη λάμπα κι επειδή είναι πιο βαριά κι απ' το τραπέζι ήρθε το παιδί εδώ... Η θεία του την έφερε τσάι, ήθελε να περάσει και την ώρα της και κάθισε... Εγώ θα έφευγα, από νωρίς ήρθα, αλλά τώρα που σε βλέπω εδώ θα μείνω! Έλα, πάμε να πιούμε τα καφεδάκια μας, έχει και μεζέ μπόλικο η θεία μου που φτάνει για όλους μας! Την ξέρεις δα που δεν αφήνει έτσι κανέναν, όλο και κάτι βγάζει... 

- Ζηνοβία, είναι και κάτι ακόμα που θέλω να σε πω... Ο Παρίσης με ζήτησε, θέλει να με πάρει και... 
- Τι με λες! Πω πω πω ευχάριστα νέα! Τον είπες το ναι, έτσι;

- Όχι... Εγώ δεν...
- Τι δεν; Σε θέλει αυτό το παλικάρι και με λέγεις δεν; 
- Δε μ' αρέσει, δεν τον θέλω! 

Μια ιδέα πέρασε απ' το μυαλό της Ζηνοβίας. Από παραξενιά της Χρυσώς ήταν κρίμα να χάσει τέτοια τύχη. Αφού λοιπόν έλεγε ότι δεν της άρεσε, έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιό της! 

- Κοίτα... Παντρειά με το ζόρι δεν γίνεται βέβαια κι αν δεν τον θέλεις να μη τον πάρεις... Αφού είναι ο δρόμος του ανοιχτός, άσε να μαλλιοτραβηχτούνε οι άλλες που τον θέλουν... 

- Ποιες βρε Ζηνοβία; 

- Δυο ξαδέρφες του αντρός μου και τρεις φιλενάδες μου! Πέντε τον αριθμό! Όλο σύρε κι έλα είναι οι κοκόνες στο μαγαζί του και τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια καλοκοιτάζει... Άσε που έτυχε να έρθουν στο σπίτι μου τυχαία σε μια βδομάδα μέσα κι όλο γι αυτόν μου έλεγαν! Οι ξαδέρφες του ήρθαν μαζί, αδερφές είναι... Κι ο άντρα μου ξέρεις τι με είπε; Θα σκοτωθούνε μεταξύ τους για το λεβέντη! Ακούς; Και να πεις που είναι τίποτα τυχαίες; Όχι βέβαια! Κι όμορφες είναι και με προίκα μεγάλη κι από καλές οικογένειες! Δεν σε είχα δει καθόλου να τα πούμε, ήθελα τη γνώμη σου βρε Χρυσώ μου... Γαμπρός περιζήτητος είναι ο Παρίσης παρακαλώ! Ένα κομμάτι μάλαμα, ήσυχος και χωρίς υποχρεώσεις, οι αδερφές του είναι παντρεμένες στα σπίτια τους κι ο μπαμπάς του μια χαρά στέκει. Και το μαγαζάκι του αφήνει παράδες, χώρια που πάει και στα σπίτια, κάθε λίγο τον φωνάζουνε για κάτι. Εκεί τον είδανε κι οι άλλες που ήταν μαζεμένες στης μιας το σπίτι και ξετρελαθήκανε! 'Ετσι και τον έλεγες το ναι, όλες θα σε ζήλευαν κι εγώ θα τους έκλεινα τα στόματα, αλλά αφού δεν τον θέλεις αλληνής θ' ανοίξει η τύχη... Και τώρα για πες με εσύ, ποια να υποστηρίξω και ποια ν' αδικήσω; 


Μιλιά δεν έβγαλε η Χρυσώ. Τα λόγια της Ζηνοβίας την έκαναν να τον δει με άλλο μάτι...  






Γιουμουρτατζής - Αυγουλάς 


Μπουζιέρα - Ψυγείο 










6 σχόλια:

  1. εξαιρετική όπως πάντα εδω θαθελα να σε ευχαριστήσω για το κουράγιο σου να γράφεις τόσο ωραίες ιστορίες που πραγματικά μου αρέσουν πολύ ...να σαι καλά σε ευχαριστώ...

    επίσης στωωωω..για τις επεξηγήσεις στις λέξεις....μπουζέρια ετσι θα λέω από δω και στο εξής το ψυγείο....χαχαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ Παναγιώτη μου!
      Η ευγένεια και ο πάντα καλός σου λόγος σε χαρακτηρίζουν και είσαι αξιαγάπητος!
      Επεξηγήσεις πάντα θα βρεις στο τέλος, όσες δικές τους λέξεις θυμάμαι μεταφράζω, θα κοιτάζεις χαμηλά στη σελίδα... χα χα χα! Θα σε ακούσω να φωνάζεις στη Δώρα ν' ανοίξει τη μπουζιέρα για τυρί και ζαμπόν; Ή να λες στον ψυκτικό κάτι συμβαίνει με τη μπουζιέρα μου και δεν παγώνουν καλά οι μπύρες; χιχιχιχιιιι!!!

      Καλή Κυριακή, φιλιά!

      Διαγραφή
  2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ &ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!! να περνάς πολύ όμορφα και χαρούμενα με τα αγαπημένα σου πρόσωπα!!! Τι περιγραφές κάνεις!!!! καλύτερες και από κινηματογραφικές σκηνές μεταδίδοντας σε μας συναισθήματα γεύσεις μυρωδιές και μικρά μυστικά κουζίνας με μαγικό τρόπο.....σε θαυμάζω!!!!!!!!!!!και απαλλαγμένη υποχρεώσεων (έτσι θέλω να πιστεύω χαχα) θα απολαμβάνω αναρτήσεις όπως θέλω και όσο θέλω.... Φιλάκια αγάπης κατακοκκινα Πασχαλινά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αληθώς Ανέστη!
      Χρόνια πολλά, χαρούμενα κι ευλογημένα Εφούλα μου αγαπημένη, να χαίρεσαι την οικογένειά σου και να είναι πολύχρονη η μικρή κουκλίτσα σας!!!
      Εσύ θαυμάζεις εμένα; Πέρασα χθες και είδα τις καταπληκτικές δημιουργίες σου κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό, σε θαύμασα ακόμα μια φορά! Δυστυχώς το σκασμένο μ' εμποδίζει πάλι ν' αφήσω σχόλια αλλά πού θα πάει, θα στρώσει πάλι...

      Σ' ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, πολλά Πασχαλινά φιλάκια κι από μένα με πολλή αγάπη!!!

      Διαγραφή
  3. Χι..χι. Μαιρούλα μου...καλέ τι είναι αυτή Γεσθημανη.. και με τι ωραίο τρόπο μάθεναι στα κορίτσι το μαγειρεμα.. καλά την δέ μπουζίερα..χι.χιχ. επεσα κατω απο τα γελια.. ... χι.χι. μπράβο σου Μαιρούλα .. παω τωρα αφού τελείωσα με την αναγωση εδώ μπαω να συνεχίσω στην αρχική σελίδα.. ....φιλω σε μεχρι σε λίγο..χιχ.χι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είδες Ρουλίτσα μου; Είχε τον πιο γλυκό τρόπο να τους μαθαίνει να μαγειρεύουν νόστιμα.
      Μπουζιέρα και παγωνιέρα το ψυγείο, ξαναπέσε κάτω και γέλα με την ψυχή σου!

      Φιλάκια!!!

      Διαγραφή