.

.
.

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Σαΐνι η θεία!



Ο Σωκράτης, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και χαμογέλασε ικανοποιημένος. 
Το γκρι κοστούμι του με το σιέλ πουκάμισο και τη σκούρα μπλε γραβάτα, τόνιζαν το σταράτο δέρμα του. Έπρεπε να είναι άψογος στο σημερινό σημαντικό ραντεβού και να κάνει καλή εντύπωση στη θεία της Βούλας. Βεβαιώθηκε ότι τα πλούσια μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, έβαλε λίγες σταγόνες της αρρενωπής κολόνιας του και βγήκε χαμογελαστός να συναντήσει πρώτα την αγαπημένη του.

- Αν μας πάρει χαμπάρι η μάνα σου, πάει, θα μας θάψει και τις δυο! Ό,τι σε είπα, σε είκοσι λεπτά θα σας περιμένω στη στροφή, ούτε λεπτό παραπάνω! Άντε, γρήγορα ετοιμάσου, δε μας παίρνει η ώρα!
- Ναι θείτσα μου, μην ανησυχείς! Όπως είπαμε! Πως είμαι; Θα του αρέσω; 
Πως να μη του άρεσε η δεκαοκτάχρονη κομψή κοπέλα, με τη φρεσκάδα της νιότης και το στενό στο μπούστο εμπριμέ φόρεμα με τη φαρδιά φούστα... Πήρε την πράσινη εσάρπα της, φόρεσε τα μαύρα της γοβάκια κι έτρεξε να τον ανταμώσει και να χωθεί στην αγκαλιά του. Η θεία της τη σταύρωσε στην πόρτα.
- Η Παναγιά μαζί σου, παιδάκι μου. Πρόσεχε!

Με ένα πάκο χαρτιά στο χέρι, περίμενε η Χαρίκλεια αρκετή ώρα το ζευγάρι, χωρίς να θυμώσει. Είχαν τόσο καιρό να ειδωθούν και λαχταρούσε η ανιψιά της να μείνει όσο περισσότερο γινόταν μαζί του.. Ήταν από τους άντρες που δεν περνούσε απαρατήρητος, ευτυχώς όμως που δεχόταν συχνά επισκέψεις παιδιών και γονιών.  Με τη δικαιολογία των μαθημάτων, θα είχε άλλοθι και δε θα έβαζε σε υποψία τους γείτονες η παρουσία του στο σπίτι της. 
Έφτασε το ζευγάρι και μετά τις συστάσεις η Βούλα έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Η Χαρίκλεια με το Σωκράτη χωρίστηκαν λίγο πριν το σπίτι της και συμφώνησαν να συναντηθούν τυχαία στην πόρτα.

- Καλησπέρα σας, λίγο νωρίτερα αν ερχόσασταν δε θα με βρίσκατε! Πως είναι η κορούλα σας, συνήλθε καθόλου; Θα σας δώσω τα μαθήματα που έχασε, μην ανησυχείτε, περάστε παρακαλώ!
Μιλούσε εγκάρδια και δυνατά για να ακουστεί. Άνοιξε την πόρτα, χωρίς να ανάψει το μεγάλο φως και μπήκαν στο σπίτι, που μοσχοβολούσε πορτοκάλι και βανίλια. Πάντα άφηνε ένα λαμπατέρ αναμμένο, ακόμα κι όταν έλειπε, δεν ήθελε γυρίζοντας να βρίσκει το σπίτι σκοτεινό.
- Με συγχωρείς παιδί μου, που δεν ανάβω τον πολυέλαιο, φοβάμαι μη τυχόν περάσει από δω η αδερφή μου, ας νομίζει ότι λείπω, μην έρθουμε σε δύσκολη θέση. Μη την παρεξηγείς, έχει κι αυτή τα δίκια της σα μάνα που είναι, ανησυχεί για την κόρη της.
Τον κέρασε σιροπιαστή πορτοκαλόπιτα, με δροσερή μπάλα από κρέμα βανίλια και λικέρ. 
Αυγά, βούτυρο, γάλα, ζάχαρη, χυμό και σάρκα βρασμένων πορτοκαλιών, ξύσμα της φλούδας τους, ένα μπουκάλι σόδα κι αλεύρι, τα ανακάτευε καλά κι έψηνε την πίτα. 
Ετοίμαζε το σιρόπι με το ζουμάκι από τα βρασμένα πορτοκάλια, λίγο ακόμα τρίμμα, ζάχαρη και μέλι. 
Κρύωνε η πίτα και την περίχυνε με το ζεστό σιρόπι, αργά και προσεκτικά με μια κουτάλα. Περίμενε τουλάχιστον δυο ώρες, να ρουφήξει τα υγρά του το γλυκό για να κοπεί.

Ο Σωκράτης, θαύμασε τα ωραία έπιπλα, τις βαριές βελούδινες κουρτίνες με τα χρυσά μοτίφ και τις μεγάλες φωτογραφίες των γονιών και των παππούδων που στόλιζαν τον τοίχο. Το απαλό φως, έδινε περισσότερη αρχοντιά στο χώρο κι έκανε την ατμόσφαιρα ζεστή και χαλαρή.
Η Χαρίκλεια, σήκωσε το λεπτό ποτηράκι και του χαμογέλασε τρυφερά.
- Καλώς όρισες Σωκράτη στο σπίτι μου! Στην υγεία σου και ό,τι επιθυμείς! Πες με για την Ελλάδα, πως τα περνάτε εκεί; Κάποτε θα πάμε κι εμείς, θα 'θελα να ξέρω αν θα νοσταλγούμε τη ζωή μας εδώ. Η Πόλη, ξέρεις, μας έχει καλομάθει. Δύσκολα σ' αφήνει να καθίσεις στο σπίτι, περιμένεις να ξημερώσει πάλι η νέα μέρα, για να ζήσεις τις χαρές που σε δίνει!

Ο Σωκράτης, δε μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του. Απέναντί του, καθόταν μια ευγενέστατη κυρία κι αντί να τον ανακρίνει όπως περίμενε, τον ρωτούσε για μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, παρελάσεις, χορούς, μουσική.  Το λικέρ, γλυκό και δυνατό με γεύση πορτοκαλιού κι αυτό, άστραφτε στο σκαλιστό μπουκάλι και γέμισε ξανά και ξανά το ποτήρι του. Αν και δεν ήταν συνηθισμένος στα γλυκόπιοτα ποτά, το απολάμβανε με ευχαρίστηση.
- Η Βούλα Σωκράτη μου, με λέει τα καλύτερα λόγια για σένα. Δεν βλέπω να έχει άδικο το κορίτσι μου, στην καρδιά μου μπήκες! Την έχω η αλήθεια, μεγάλη αδυναμία. Τόσο η αδερφή μου, όσο κι εγώ, θέλουμε να τη δούμε ευτυχισμένη μ' ένα καλό και τίμιο παλικάρι. Εδώ, έχει την περιουσία της, το σπίτι αυτό με τις αντίκες και όλα τα ασημικά και τα κρυφά και τα φανερά, είναι στο όνομά της, ένα άλλο μικρό που νοικιάζω, θα πάει στα αδέρφια της.
Δικό της είναι και το πατρικό, εκεί που μείσκουν, εκτός όλα τα άλλα. Σκεφτόμουν, ξέρεις, αν πάτε στην Ελλάδα, εκτός από παράδες και το ρουχισμό της, δε θα έχει τίποτα δικό της εκεί. Έχετε κάπου να μείκεται, αγόρι μου; Δεν σε ρωτώ από αδιακρισία, μη με παρεξηγείς, να σας βοηθήσω θέλω και να επιμείνω να πειστεί η αδερφή μου. Αγάπησα κι εγώ πολύ κάποτε και ξέρω πως νιώθει η Βούλα για σένα. Γι' αυτό είμαι με το μέρος σας, λατρεύω να βοηθώ ερωτευμένα παιδιά. Δεν είναι της παρούσης να σε ζαλίζω με τα δικά μου, δεν έχουμε και χρόνο αγόρι μου, πρέπει να πάω εκεί το συντομότερο.

Η Ζαφείρα, άκουσε ένα άγνωστο κομμάτι στο πιάνο πλησιάζοντας στο σπίτι. Η Χαρίκλεια την είχε αρχίσει στα εντατικά μαθήματα, σκεφτόταν ικανοποιημένη κι άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας.
Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της, όταν είδε την κόρη της να παίζει μόνη. Το βλέμμα της ανήσυχο, έκανε ένα γύρο τη μεγάλη σάλα.
- Μόνη σου είσαι; Που είναι η θεία σου; Που πήγε και πόση ώρα λείπει;
- Πριν λίγο έφυγε μαμά για το σπίτι, να φέρει γλυκό που έφτιαξε το μεσημέρι. Λίγα λεπτά είναι που βγήκε, πως και δε συναντηθήκατε στο δρόμο; 
Η Ζαφείρα την κοίταξε καχύποπτα.
- Γλυκό; Έκαμε γλυκό το μεσημέρι; Και γιατί δεν το έφερε όταν ήρθε και πήγε τα μπρος πίσω, ε; 
- Γιατί το είχε μόλις σοροπιάσει και έτσι καυτό δεν κοβόταν, γι' αυτό! Πέσαμε πάνω από το πιάνο τρεις ώρες  και τώρα σηκώθηκε να πάει να το φέρει να φάμε. Δε σ' αντέχω άλλο πια!
Έφυγε τρέχοντας και χτύπησε με δύναμη την πόρτα του δωματίου της, ανυπομονώντας να έρθει η θεία της, να της πει τα νέα. 

- Εμ είχε τη φωλιά τση λερωμένη, εμ την έκανε και σκηνή, ε; Μια η ανεψιά και μια η θεία! Βάι βάι!


Με μια τεράστια πιατέλα γλυκό και την ψυχή στο στόμα, έφτασε η Χαρίκλεια στης αδερφής της. 
- Βούλααααα!!! Άνοιξε κορίτσι μου, δεν επρόλαβα να βγω και σταμάτησες τη μελέτη; Αχ! Τι θα σε κάνω!
Η πόρτα άνοιξε απότομα και η Ζαφείρα την κοίταξε βλοσυρά. Άφησε το γλυκό στο τραπέζι και προσευχήθηκε μέσα της, παίρνοντας βαθιές ανάσες.  
- Αμάν, αδερφή, τι την ήθελα την τρεχάλα στην ηλικία μου; Η ψυχή με βγήκε να πάω και να ΄ρθω! Και διε, η μικρή σταμάτησε με το έβγα μου. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμα, τα μεσάνυχτα θα μας πάρουνε για! Τι με κάνει τώρα! 
Που είναι; Βούλαααααα! 
Την κατάσταση έσωσε η πορτοκαλόπιτα με τις μεγάλες μπάλες κρέμας πάνω σε κάθε κομμάτι του σιροπιασμένου γλυκού και γύρω απ' την πιατέλα. Η Ζαφείρα, άνοιξε το σελοφάν και το κοίταζε ξεροκαταπίνοντας, έτοιμη να ορμήσει.
Η Βούλα εμφανώς εκνευρισμένη βγήκε από το δωμάτιό της, γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη στη μάνα της. 
- Μελετούσα θεία μου, μέχρι που ήρθε η μαμά και μ' έκανε άνω κάτω! Καλά καθόμασταν ήσυχα οι δυο μας, δε με παίρνεις στο σπίτι σου να μένω; Δεν αντέχω άλλο πια εδώ μέσα!
Πρόλαβε την αντίδραση της αδερφής της, μιλώντας γρήγορα και βγάζοντας λεφτά από την τσέπη της.
- Με πλήρωσε τη βδομάδα ο μπαμπάς ενός κοριτσιού, που την κάνω γλώσσα. Αρρώστησε το καημένο κι έχασε μαθήματα, ήρτε και τον έδωκα τις σημειώσεις. Έλα, πάρε αυτά, να ψουνίσεις ό,τι θέλεις, δώρο από μένα!
Ζαφείρα! Άντε, βάλε τη ρόμπα σου που 'μεικες τόση ώρα με τα καλά σου. Φέρε και τα πιατάκια να φάμε, θα λιώσει η κρέμα για! 

- Πες μου θείτσα μου, τι έγινε; Δεν είναι κούκλος; Πως τον είδες, τι λέγατε; Τι σου είπε για μένα, μ' αγαπάει όσο κι εγώ; Θα με παντρευτεί; Κόντεψα να πάθω απ' την αγωνία μου, να ΄χω και τη μαμά να με ανακρίνει.
- Σιγά σιγά παιδάκι μου, ακόμα να συνέλθω έτσι που με κοίταζε η μάνα σου, συμφόρεση θα μ' ερχότανε! Δε μπορούμε να μιλήσουμε τώρα, μη διει ψου ψου και καήκαμε! Θα σε πω όμως τι θα κάνουμε, για να τήνε στείλουμε ίσια στο κρεβάτι με πονοκέφαλο! Άκου!

Η Ζαφείρα, απόλαυσε δυο μεγάλα κομμάτια γλυκού με μπόλικη κρέμα και βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα, φλερτάροντας έντονα το τρίτο. Πάντα την τρέλαιναν τα γλυκά της αδερφής της κι αυτή η κρέμα βανίλια, ταίριαζε υπέροχα με το πορτοκάλι. Η Χαρίκλεια, έβραζε γάλα σε χαμηλή φωτιά κι έλιωνε μαζί ένα μεγάλο κομμάτι βούτυρο κι αρκετή ζάχαρη. Διέλυε ρυζάλευρο, πολύ περισσότερο από όσο έβαζε στο μαλεμπί κι ανακάτευε απαλά με την ξύλινη κουτάλα, μέχρι να γίνει μια σφιχτή πάστα. Το έβαζε σε κρύο μπολ, άνοιγε ένα μεγάλο ξύλο βανίλιας και ρίχνοντάς το στο μείγμα το δούλευε απαλά, βουτώντας τα χέρια σε χλιαρό βούτυρο, για να μη κολλάνε. Έπλαθε μεγάλες μπάλες που τις πάγωνε, για να διατηρούν το στρογγυλό σχήμα τους. Συνόδευαν θαυμάσια  τα περισσότερα σιροπιαστά γλυκά της, τρώγονταν και σκέτες, σαν παγωτό. Τη συγκεκριμένη μέρα, είχε ζαχαρώσει και φλούδες πορτοκαλιού που τις τύλιξε επιδέξια, σαν τριανταφυλλάκια. Το ίδιο έκανε και με τη λεμονόπιτα, εκμεταλευόταν πάντα τις φλούδες, ανάλογα με τη γεύση που έδινε στο γλυκό.

Η Βούλα, έφαγε ελάχιστα από το λαχταριστό γλυκό, με τα μούτρα κατεβασμένα. Με το "πάμε" που της έγνεψε φανερά η θεία της, κάθισε στο πιάνο. Χτυπούσε δυνατά, όπου πήγαιναν τα χέρια της, σαν πρωτάρα.
Η Χαρίκλεια αγανακτισμένη, της φώναζε δυνατά και την έβαζε να επαναλαμβάνει το νέο κομμάτι. 
- Είδες πως το κατάντησες το παιδί; Θα ξεχάσει κι αυτά που ξέρει, τσάμπα οι κόποι μας τόσα χρόνια κι οι δικοί μου κι οι δικοί της. Καμάρωσε τώρα την κόρη σου, να σε πω και μπράβο;
Βουλίτσα, εμένα διε! ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!! Πάμε πάλι, όχι, όχι, τα χέρια μου διε! ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!! 
Σαΐνι η θεία! Άνθρωπος δε μπορούσε να σταθεί με τόσο κακόφωνη φασαρία.
Η Ζαφείρα την κοίταζε με μισό μάτι. Έβγαζε φωνή σαν υψίφωνος, ακριβώς απέναντί της, η κόρη της χτυπούσε με λύσσα τα πλήκτρα και η Χαρίκλεια της έλεγε πιο δυνατά. Τι βράδυ το αποψινό... 

Σε λίγο έφυγε για την κάμαρά της, φωνάζοντάς τους να χαμηλώσουν τους τόνους, κρατώντας τα αυτιά με τα χέρια της. Ευτυχώς που δεν είδε την κόρη της να συγκρατεί με κόπο τα γέλια που τράνταζαν το σώμα της...


6 σχόλια:

  1. είναι αυτό χορταστικό;μεγάλο;...όπως με υποσχέθηκες;E; ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελενάκι! Χα χα χα! Είσαι απίθανη!

      Όχι κοπέλα μου, ασφαλώς και δεν είναι αυτό το χορταστικό και μεγάλο αλλά να ξέρεις, την υπόσχεσή μου πάντα την κρατώ. Φυσικά, θα στο αφιερώσω!

      Φιλάκια πολλά!

      Διαγραφή
  2. Μεγάλο "μούτρο" η Χαρίκλεια!
    Πώς ..κουκουλώνει τις πονηριές; Θέλει επιδεξιότητα το θέμα και το έχει με το πάρα πάνω!
    Και αυτή η μυρωδιά της πορτοκαλόπιτας ως εδώ έφτασε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς τη SUPER αξιολάτρευτη γιαγιά!

      Είδες η Χαρίκλεια; Ενώ ήταν ήσυχη και δειλή ανέκαθεν στη ζωή της, με τα ερωτικά της ανιψούλας της μεταμορφώθηκε σε παμπόνηρο κι επιδέξιο πλάσμα, προκειμένου να βοηθήσει την κατάσταση. (που μαύρη ώρα να ήταν...)

      Αχ! Αυτή η μυρωδιά της πορτοκαλόπιτας, μας ξεσήκωσε! Νιώθω κάτι λιγουρίτσες, λες να είναι τυχαίο;

      Την αγάπη μου έχεις γλυκούλα μου!

      Διαγραφή
    2. που μαύρη ώρα να ήταν...τώρα αυτό τι ήταν ε;...ανάβεις φιτιλιές και φεύγεις;..όχι κυρια μου...πάνε γράψε τώρα!!!!!

      A! και μη ξεχάσεις να στείλεις 2-3 κομμάτια πορτοκαλοπιτα στη γιαγιά...είναι και πολύ φαγανή
      έτσι για να ξέρεις δηλαδή!!!ΧΑ!ΧΑ!!!

      είναι η δεύτερη φορα που αφήνω αυτό το σχόλιο...το πρώτο που πήγε;...θα σε γελάσω...

      Διαγραφή
  3. Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!
    Είδες τι κάνω η αυθόρμητη; Θα γράψω το βράδυ, με ησυχία Ελενάκι μου!

    Για την αγαπημένη μας γιαγιά, ολόκληρο ταψί, να φάει όσο θέλει!

    Κοπέλα μου, εντύπωση μου έκανε κι εμένα το χαμένο σου σχόλιο. Είμαι άσχετη σε πάρα πολλά σχετικά με το διαδίκτυο, το μπλογκ το ξεκίνησα με τη βοήθεια φίλης μου για να καταλάβεις. Θα ρωτήσω, μήπως κάποιος μπορεί να με διαφωτίσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή