Η Χαρίκλεια, ήταν αδερφή της Ζαφείρας. Τρία χρόνια μεγαλύτερη κι ανύπαντρη, είχε μεγάλη αδυναμία στα ανίψια της και πιο πολύ αγαπούσε τη Βούλα.
Είχε ερωτευθεί με πάθος στα δεκαεννιά της χρόνια ένα νέο όμορφο αλλά ήταν αδημιούργητος κι από φτωχή οικογένεια. Οι γονείς δεν της επέτρεψαν να τον ξαναδεί και φρόντισαν να τον απομακρύνουν από κοντά της με κάθε θεμιτό και κυρίως αθέμιτο μέσο.
- Ωραία γυναίκα η Χαρίκλεια, πολύ καλό όνομα είχε, ήτουνε χρυσός άθρωπος! Κρίμας που έμεικε έτσι γεροντοκόρη, μορφωμένη και με δικό της σπίτι ωραίο και μεγάλο, σχετικά κοντά στης Ζαφείρας ήτουνε.Είχε μεγάλη αυλή με πλάκες στρωμένη, τέσσερες κάμαρες, έπιπλα κληρονομιά απέ τη γιαγιά της που είχε πάρει το όνομα της και ήτουνε βαριά, σκαλιστά στο χέρι, απίθανα σε λέω!
- Η Λαμπρινή που ήτουνε περίεργη, είχε πάει κρυφά απέ τη Ζαφείρα μια δυο φορές και με τα είπε όλα, όλα! Για μέρες με μίλαγε, μεγάλη εντύπωση την έκανε το σπίτι!
Αμά για την κουζίνα της; Δεύτερο πράμα κει μέσα δεν είχε! Τι τεντζερέδια, τι τηγάνια, πολύ βαριά κι όλα αστράφτανε, της καλύτερης ποιότητας να πούμε ήτουνε! Και τα πεσκιράκια για τα πιάτα, όλα κεντημένα και κάτασπρα με τη μπιμπιλίτσα* κρεμούντουσανε στη σειρά. Και νοικοκερά πρώτη! Όλα της τα φαγιά και τα γλυκά, ονομαστά, ακόμα και στα μνημόσυνα το δικό της το στάρι θέλανε να φάνε όλοι, έστω και δυο σπυριά που λένε!
Ξηροί καρποί, μπόλικοι έβανε. Και μύγδαλα και φουντούκια και καρύδια. Ρόδι, κομματάκι μαϊντανό, σουσαμάκι κι αντί για αλεύρι, στραγάλι καβούρντιζε και γινούτανε πολύ ωραίο! Έτριβε και κάμποσο μπισκοτάκι και ζαχαρίτσα μέσα και μετά το στόλιζε, σαν κέντημα ένα πράμα! Με το τσιμπιδάκι έβανε τα κουκουνάρια, τα ασπρισμένα μύγδαλα κομμένα στη μέση, τα κουφετάκια, έκαμε κι ένα ασημένιο σταυρό, λυπούσουνα να το χαλάσεις για! Απ' αυτό είχα δοκιμάσει κι εγώ, με είχε φέρει η Λαμπρινή μια Κυριακή και ήτουνε πεντανόστιμο, αυτό και το δικό σου συμπεθέρα μου, ίδια σχεδόν ήτουνε!
- Θιός σχωρέστηνα! Κι εμείς έτσι ηκάμνουμε το στάρι με το στραγάλι, για μπισκότα δεν ηξεύρω, απέ τα σένα το μαθαίνω. Εδώ ηβάνουνε φρυγανιά κι άβραστο πολλές φορές είναι, σκληρό στο δόντι. Πάντως, τιμή τση ήτουνε που είχε όνομα καλό, λέφτερη γυναίκα. Άλλη να ήτουνε, θα τσι 'μπαζε και θα τσι ΄βγαζε τσι αγαπητικοί, που ήτουνε κι εμφανίσημη. Αρχοντονοικοκερά θα ήτουνε, δαχτυλοδειχτούμενη!
- Αρχοντόσπιτο με τα όλα του για κι αρχόντισσα η νοικοκερά του, όπως το 'πες συμπεθέρα, μεγαλωμένη στης γιαγιάς της ήτουνε μ' αυτά.
Αν πεις απέ ασημικά και μπακίρια, άλλο πράμα! Κι εκείνα τα χειροποίητα τα κεντίδια με τις χρυσές κλωστές, σε λέει σάμπως και χέρι δεν τα 'χε πιάσει! Όλα φυλαγμένα για την ανεψιά τα κρατούσε, σε μπαούλα με χερούλια μπρούντζινα κι απέ πάνου τα 'χε σκεπασμένα με ωραία βυσσινί μακάτια.* Τρελάθηκε με έλεγε απέ τα τόσα πολλά πράματα, η γιαγιά τήνε είχε προικίσει με το γόνατο που λένε!
- Γιατί πήγε κρυφά;
- Α! Δε μιλιόντουσανε οι αδερφάδες, λόγω της Βούλας, που τήνε φώναζε που ήτουνε υπεύθυνη, επειδής την έκανε πλάτες. Είχε η αλήθεια, τα δίκια της κι η Ζαφείρα.
Η Μαρίκα, άνοιξε το κάτω κουμπάκι του δαντελένιου της πουκάμισου για ν' αναπνέει καλύτερα κι έφαγε ακόμα ένα κομμάτι τυρί με παστουρμά. Η Σουλτάνα της συμπλήρωσε ούζο και συνέχισε.
Η Μαρίκα, άνοιξε το κάτω κουμπάκι του δαντελένιου της πουκάμισου για ν' αναπνέει καλύτερα κι έφαγε ακόμα ένα κομμάτι τυρί με παστουρμά. Η Σουλτάνα της συμπλήρωσε ούζο και συνέχισε.
- Αυτή, ήτουνε καθηγήτρια των Γαλλικών και δασκάλα του πιάνου κι έκανε μαθήματα σε πλουσιόσπιτα, γνώριζε πολύ καλό κόσμο, την αφήκανε και οι γονιοί της ένα σχετικό ποσό να πούμε για να 'χει να πορεύεται κι έστεκε καλά, είχε παράδες. Άλλονε δεν ήθελε να διει στα μάτια της, αυτόνα μόνο που είχε αγαπήσει και τι κατάλαβε; Έτσι επήε η ζωή της, άντρας δεν τήνε είχε αγγίξει ποτές!
- Ηπέθανε αγνή, όπως τήνε ηγέννησε η μάνα τση;
- Ναι! Ανέγγιχτη σε λέω, το χώμα της το έφαε! Χα χα χα! Και κόλλησε και τη Ζαφείρα αυτήνε την αγάπη στα μυθιστορήματα τα αισθηματικά, όλο τήνε έδινε τέτοια βιβλία, η Ευσεβούλα τηνε πήρε τα ταλέντα με τη γλώσσα και το πιάνο. Από τότες που ήτουνε μικρή, στα γόνατα τήνε κάθιζε και την μιλούσε τα γαλλικά κι έβαζε τα δαχτυλάκια της στο πιάνο να παίζει. Μεγάλη αδυναμία την είχε και την περιουσία της την είχε αφήκει σε τα κείνηνα.
Τα χρόνια περνούσαν και η Χαρίκλεια μεγάλωνε με την ανάμνηση του πρώτου και μοναδικού έρωτά της. Χαμένη στα βιβλία και τη μουσική, απέρριπτε τις προτάσεις γάμου χωρίς καν να το σκεφτεί. Όταν ερωτεύθηκε η Ζαφείρα άντρα άξιο και με παράδες, οι γονείς τους πέταξαν από χαρά κι έγινε γάμος λαμπρός, που άφησε όνομα. Συγγενείς και φίλοι, αφού έφαγαν και ήπιαν μέχρι σκασμού, άρχισαν μπουκωμένοι ακόμα τα κρυφομιλήματα, Με τίποτα δε μπορούσαν να χωνέψουν πως και δεν τηρήθηκε η σειρά προτεραιότητας στην οικογένεια.
- Αν και δεν ήταν πρέπον να παντρευτεί πρώτα η μικρότερη κόρη και γένηκαν κουσέλια, δε μπορούσανε να κάνουνε κι αλλιώς, που να κρατηθούνε οι ερωτευμένοι! Έπειτα, άμα περιμένανε να παντρευτεί πρώτα η Χαρίκλεια, θα έμεισκε κι η Ζαφείρα στο ράφι και θα 'χανε και τέτοια καλή τύχη! Για πολύ καιρό, όλοι την κοιλιά της εκοιτούσανε, μπα και ήτουνε γκαστρωμένη κι αναγκαστήκανε οι γονιοί να τήνε παντρέψουνε πρώτη! Η μάνα της την έλεγε να φοράει πάντα στενά φουστάνια, για να φαίνεται η κοιλιά της που ήτουνε πλάκα, κείνο τον καιρό ως κοπέλα, ήτουνε σχετικά λεπτή, αργότερα επάχυνε πολύ.
Οι δύο αδερφές είχαν έρθει πολλές φορές σε ρήξη, λόγω αντίθετων απόψεων περί έρωτος. Στην ερώτηση της Χαρίκλειας, αν ο άντρας που αγάπησε ήταν φτωχός, τι θα έκανε η Ζαφείρα, δεν πήρε σαφή απάντηση.
Εκ του ασφαλούς η αδερφή της, της μιλούσε για τις χαρές του γάμου και της οικογένειας και την πίεζε να φτιάξει τη ζωή της.
- Τυχερά είναι αυτά, Ζαφείρα.
- Την τύχη μας μόνοι μας τήνε φτιάχνουμε, οι καλοί γαμπροί δε λείπουνε, εσύ δε θέλεις!
Η αλήθεια ήταν, ότι είχε συναντηθεί τυχαία με τη μάνα του αγαπημένου της και της είχε πει ότι εκείνος την αγαπάει και τη σκέφτεται πάντα. Άδικα περίμενε η Χαρίκλεια ένα γράμμα, ένα μήνυμά του, κάτι που θα την έκανε να τρέξει στην αγκαλιά του χωρίς να υπολογίσει πλέον τίποτα και κανέναν. Αυτό το "κάτι" όμως, δεν ήρθε ποτέ...
Η Ζαφείρα, αφού απείλησε την κόρη της, κάλεσε τη Χαρίκλεια στο σπίτι και κλείστηκαν στην κουζίνα. Της είπε τι συμβαίνει κλαίγοντας, δικαιολόγησε και τις αντιρρήσεις της πριν την πιάσει η άλλη απ' τα μούτρα. Κάποιος άγνωστος, Θεσσαλονικιός, την είχε ξεμυαλίσει εντελώς και τον έβλεπε κρυφά. Πληροφορίες σαφείς δεν είχε, τα όσα είπε στη μικρή δεν ήξερε αν είναι αλήθεια, ήταν σε απόγνωση.
- Και είναι λύση αυτή, να κλείσεις το παιδί στο σπίτι;
- Και τι να κάνω βρε αδερφή; Αν είναι κάνας απατεώνας και πάθουμε καμιά συμφορά, το σκέφτεσαι; Ας μείκει εδώ, ίσιαμε να διω πως θα μάθουμε τι ακριβώς είναι αυτός ο ασίκης. Κι αυτό με τον ανεψιό του, σάμπως και κάτι δε με κάθεται! Τώρα θα με πεις, λίγα παιδιά σπουδάζουνε και τα έχουνε οι θείοι; Αμά, σε λέω, κάτι με βαστάει την ψυχή, επήρε το παιδί που είναι λέει ορφανό και το ΄φερε εδώ, τι δουλειά έχει στην Πόλη για; Οι επιχειρήσεις του που την είπε τη Βούλα, είναι στην Ελλάδα, εδώ πέρα, από που κι ως που;
Και το παιδί πως πααίνει απέ το ένα σκολειό στο άλλο, με λες; Πες που ήρτε για λίγο, για τις δουλειές του, κείνο το μικρό τι τόνε σέρνει, για τη χρονιά και μόνο; Τις παράδες πλέρωσε κανονικά, ωραία τόνε αντιμετωπίζουνε εκεί, αμά πως να μάθουμε τι γένεται;
Η Χαρίκλεια, δε μπορούσε να πει πως η αδερφή της είχε άδικο. Πλούσιος ή φτωχός, καλός ή κακός, ό,τι και να 'ναι, έπρεπε να ξέρουν από που κρατάει η σκούφια του. Η μόνη λύση ήταν, να πιάσει τη Βούλα με το καλό, μήπως και βγει κάποια άκρη. Με τη μάνα της η μικρή δε μιλούσε καθόλου, τη θεωρούσε ένα τέρας που δυνάστευε τη ζωή της.
Έτσι είναι ο έρωτας. Δεν έχεις μάτια, παρά μόνο για εκείνον που αγαπάς και όσοι είναι αντίθετοι γίνονται εχθροί σου. Τα είχε περάσει η Χαρίκλεια και ήξερε πως νιώθει η αγαπημένη της ανιψιά. Μόνο που στη δική της περίπτωση, ήξεραν όλοι το γενεαλογικό δέντρο του αγαπημένου της. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια μεροκάματο κι ο γιος της εκτός από την ομορφιά του δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κάτι λίγα γραμματάκια ήξερε και για λίγο καιρό δούλευε θεληματάς σ' ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα. Μετά, τίποτα. Όπου πήγαινε να γυρέψει δουλειά, έσπαγε τα μούτρα του και τελικά κατέληξε να κάνει χαμαλίκι στο λιμάνι.
- Αν ήθελαν οι γονείς μου, τόσες γνωριμίες είχαν, κάπου θα βολευόταν. Ήταν έξυπνος και δουλευταράς ο Αρίστος μου, μια χαρά παιδί. Αργότερα έμαθα, ότι ήταν δάχτυλος του πατέρα μου η αναδουλειά του, έκανε τα πάντα για να μη στεριώσει πουθενά και να αναγκαστεί να ξενιτευτεί, για να ξεχαστεί το θέμα. Δεν είχε μόρφωση, δεν ήξερε ξένη γλώσσα, η μάνα του σαν συμπεθέρα δε θα έμπαινε ποτέ στο σπίτι μας, ούτε κι αυτός σαν γαμπρός.
Η καλή της φίλη και γειτόνισσα, την άκουγε και κουνούσε το κεφάλι συμπονετικά. Έπιναν το καφεδάκι τους μαζί τακτικά και καμάρωνε σε όλους για τη φίλη της που αν και είχε πολλές καλές γνωριμίες καταδεχόταν να τη βάζει στο σπίτι της. Απλή γυναίκα, μπορούσε να καταλάβει πόσο δύσκολο ήταν να δεχτούν για γαμπρό ένα φτωχό παιδί, έχοντας κόρη προικισμένη και με προσόντα. Τα δικά της παιδιά, είχαν πάρει ανθρώπους της σειράς τους, μεροκαματιάρηδες και μαθημένοι στα λίγα, μια ζωή. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό τους να σηκώσουν τα μάτια ψηλά, καθένας με τη μοίρα του.
Έπιασε την ανιψιά της το απόγευμα της Δευτέρας, που ήταν μόνες τους στο σπίτι. Η Ζαφείρα, αν και δεν είχε πλέον καμία διάθεση για τσάγια και καφέδες, δε μπορούσε να μην παρευρεθεί, έτρεμε τα στόματα του κόσμου. Η Βούλα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, άνοιξε την καρδιά της στη θεία της που ήξερε ότι θα την καταλάβει και θα την είχε με το μέρος της. Η Χαρίκλεια έκλαψε μαζί της, μη μπορώντας να αντισταθεί στο δράμα της μικρής τρυφερής ψυχής. Ρομαντική όπως ήταν και υπέρμαχος του φτερωτού Θεού που κρατάει τις ερωτευμένες καρδιές στα χέρια του, δεν άργησε να πάρει το μέρος της. Τη συγκινούσε αυτή η ιστορία με τον άγνωστο νέο που είχε κλέψει την καρδιά της.
- Μ' αγαπάει και τον αγαπώ κι εγώ, δεν είναι όπως τον φαντάζεται η μαμά μου. Ντύνεται ωραία κι ακριβά, έχει καλούς τρόπους, δεν είναι τυχαίος. Τι ανάγκη είχε να με κοροϊδέψει, ξέρεις πως τον κοιτάζουν όλες οι γυναίκες; Είναι και μεγαλύτερός μου στα χρόνια, φτασμένος και με λεφτά πολλά, δε θα κακοπέσω που φοβάται η μαμά. Χωρίς να τον ξέρει, από κακό μάτι τον πήρε και δε θέλει ούτε να το σκεφτεί. Είμαι σίγουρη ότι λέει αλήθεια, σαν εμένα δεν αγάπησε καμιά άλλη μου είπε και με κοιτούσε στα μάτια.
Να χαρείς θείτσα μου, βοήθησέ με, αν τον χάσω θα πεθάνω! Βοήθησέ με εσύ που με καταλαβαίνεις, θες να έχω την τύχη σου κι εγώ;
- Τήνε χτύπησε στο αδύνατο σημείο της τη Χαρίκλεια η Βούλα. Απέ τη δικιά της ιστορία με τα κείνονα, υποστήριζε όλες τις κοπέλες που ερωτευόντουσαν και βρίσκανε εμπόδια.
Μπιμπίλα - Δαντέλα
Μακάτια = Καλύμματα - Ριχτάρια
και πάνω που σε μελετούσαμε!!!!!μας άφηκες στη μέση!!!!εγώ το μάθημα μου το έκαμα τα διάβασα όλα ...αν και με πολλή δυσκολία ομολογώ γιατί το μαραφέτι που έχω αυτές τις μέρες είναι πολύ μικρό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου μέρα και καλή βδομάδα!
Να ξέρεις πως το βιβλίο σου είναι έτοιμο μονο που εσύ δεν το ξέρεις...να το πιστέψεις και να το τελειώσεις...κάθε που ανοίγω τις σελίδες του η μυρωδιά της κανέλας μου γαργαλάει τη μύτη...γιατί ...γίνετε καλο πράμα χωρίς κανέλα; που έλεγε και η γιαγιά μου!...άμα τσα ισα να ακούγεται...
(ορίστε σου βρήκαμε και τίτλο..."μυρωδιά από κανέλα"...)ΧΑ!
Καλώς το Ελενάκι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή εβδομάδα κοπέλα μου, με υγεία και όσο γίνεται λιγότερο άγχος.
Σας άφηκα στη μέση, ε; Μα που να τις προλάβω που όσο σκέφτομαι όλο και κάτι ακόμα θυμάμαι; Θα γράψω ένα μεγάλο, χορταστικό, να σας αποζημιώσω! χιχιχιχι!
Κατάφερες και τα διάβασες όλα βρε θηρίο; Μα τι διαβαστερό κορίτσι είσαι εσύ καλέ; Κάνε λίγο κράτει μη κουράζεις τα μάτια σου, εδώ θα είναι, έννοια σου!
Βιβλίο έτοιμο που δεν το ξέρω, λες; Χαχαχαχα! Ούτε που περνάει απ' το μυαλό μου, έτσι κι αλλιώς σα να διαβάζεις βιβλίο δεν είναι κι εδώ;
Μήπως ν' αρχίσεις εσύ να το σκέφτεσαι, που έχεις ένα τόσο ωραίο μπλογκ; Θα το συνοδεύει κι ένα σιντί με Χατζηδάκι! ΤΕΛΕΙΟ!
Σοφή η γιαγιά σου, η κανέλα είναι η βασίλισσα των μπαχαρικών, των λαχανικών είναι η μελιτζάνα. Και η κανελίτσα, άμα ίσα να ακούγεται, γιατί έτσι πρέπει, μοσχοβολάει όλο το σπίτι!
Φιλούθκιααααα!!!