.

.
.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Μίλα, που άδικη ώρα να σ' έρτει!




Ο Σωκράτης, αγκάλιασε σφιχτά τη Βούλα που έτρεμε κι έκλαιγε ασταμάτητα. 
Με φόρεμα και παπούτσια δανεικά από τη φίλη της, που προσπαθούσε να τη σταματήσει πανικοβλημένη, έτρεξε να τον συναντήσει.
Μετά από λίγα λεπτά, αποφάσισε ότι έπρεπε να την πάρει στο σπίτι του, στην κατάσταση που ήταν η μητέρα και η θεία της, δε μπορούσε να γυρίσει πίσω. Φοβόταν ότι κινδύνευε και δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, δεύτερο ρούχο ν' αλλάξει δεν είχε και τα χρήματά του ήταν ελάχιστα.

- Μη φοβάσαι τίποτα αγαπημένη μου, είσαι μαζί μου τώρα πια. Θα γίνεις γυναίκα μου και θα το πάρουν απόφαση η μητέρα σου και η θεία σου.
Την καημένη, δάρθηκε κι εκείνη από το μένος της αδερφής της... Τόση κακία η μητέρα σου λοιπόν! Σε λίγο καιρό, δε θα θυμάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ να τα ξεχάσεις!

Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και τη σκέπασε, λέγοντάς της ότι θα έβγαινε να φέρει φαγητό. Ένα ποτήρι κονιάκ που της επέβαλλε να πιει, τη χαλάρωσε κι ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρά της. Βγαίνοντας, συνάντησε την κυρά Ευδοκία που του γύρισε περιφρονητικά την πλάτη. Ευτυχώς που δεν είδε τη Βούλα να μπαίνει στο σπίτι, θα είχε άσχημα μπλεξίματα...
Στο αγαπημένο του στέκι, τη λέσχη, συνάντησε ένα γνωστό του και τον κατάφερε να του δανείσει κάποια λεφτά για να παίξει. Γυρίζοντας στο σπίτι, άφησε στο τραπέζι ένα κεμπάπ κι ένα σημείωμα, που έγραφε ότι θα επέστρεφε σε λίγο. Ό,τι ώρα και να ξυπνούσε η Βούλα, θα νόμιζε ότι είχε φύγει πριν λίγο, έτσι τουλάχιστον θα της έλεγε.

- Μια και δυο, πήρε το δρόμο για της Φωφώς το σπίτι! Αυτή, ήτουνε εκεί και τόνε περίμενε, έτσι και δεν επήγαινε θα τον έκανε μεγάλο σαματά! Χώρια που φοβούτανε μη και πάει στο σπίτι που έμεισκε, ικανή για όλα ήτουνε αυτή! Αφού την είπε δικιολογίες που άργησε και τούτα και κείνα, μείκανε κάμποσες ώρες μαζί.
- Και η Βούλα δεν ηπήρε χαμπάρι που αυτός δεν ήτουνε κει πέρα; 
- Πριν φέξει πήε, τη Φωφώ την είπε που θα πήαινε να φέρει το παιδί απέ το σκολείο. Αμά, το κορίτσι δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, ταραγμένο ήτουνε και στον ύπνο του, παραμιλούσε.

Ένα νυχτικό, εσώρουχα, κάλτσες ψιλές και πασουμάκια που είχε πάρει κρυφά από το σπίτι της Φωφώς, ήταν τα πρώτα πράγματα που αντίκρισε δίπλα της η Βούλα, ξυπνώντας από τον ταραγμένο της ύπνο. Ο Σωκράτης, της ετοίμαζε πρωινό στην κουζίνα και η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ την οδήγησε προς τα εκεί.
Την τάισε ψωμί με βούτυρο και μέλι, την ενημέρωσε και για την Ευδοκία που ήταν καχύποπτη σαν άνθρωπος. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να καταλάβει ότι έμενε κοπέλα εκεί. Ήταν ανήλικη και οι νόμοι ήταν πολύ αυστηροί. Αν μάθαινε κάποιος ότι έμενε μαζί του, την είχαν πολύ άσχημα και οι δύο, περισσότερο εκείνος.

Πέρασαν δυο μέρες μαρτυρικές τα τρία σπίτια. Της Ζαφείρας, της Χαρίκλειας και της κυρίας  Αναγνωστοπούλου. 
Την τρίτη μέρα, το γράμμα που πήγε ένα αγοράκι από τον πέρα μαχαλά με λίγους παράδες για τον κόπο του, ενημέρωνε τη Χαρίκλεια ότι η Βούλα ήταν μαζί του και θα έφευγαν για την Ελλάδα σύντομα. Εκεί θα παντρεύονταν. Η Χαρίκλεια, λιποθύμησε ακόμα μια φορά κι έκανε τη γειτόνισσα που την πρόσεχε να βγει φωνάζοντας στους δρόμους...

- Η Ζαφείρα, την είδε το απόγεμα, που πήαινε στην κυρία Αναγνωστοπούλου να τήνε ρωτήξει για την κόρη της, πίστευε που μείσκει εκεί. Την λέει η γυναίκα, το και το γένηκε, έφυε κι ούτε ξέρουμε που επήε κι η μάνα σαν την τρελή έτρεχε και παραμίλαε στις δρόμοι. Εκεί, σ΄ένα στενό, πέφτει πάνου στην αδερφή της!

Αυτό είναι το κακό συναπάντημα! Μέχρι να προλάβει η Χαρίκλεια ν' αλλάξει δρόμο, η Ζαφείρα την είχε πιάσει από τους ώμους και την ταρακουνούσε φωνάζοντας.
- Πες με, μαζί του είναι; Μ' αυτό τον αλήτη; Γιατί δεν απαντάς; Μίλα, εσύ που την έκανες πλάτες ξέρεις, όλα τα ξέρεις! Μίλα, που άδικη ώρα να σ' έρτει! 
Κατέβασε με δυσκολία η Χαρίκλεια το κεφάλι κι έκλαιγε μ' αναφιλητά...
- Καταραμένη! Μ' έκαψες, φίδι στον κόρφο μου είχα! Παλιογυναίκα, ελεεινή! Εσύ φταις για όλα, εσύ κατέστρεψες το παιδί μου! Δε ντράπηκες να με κοροϊδεύεις κι εσύ και να την αφήνεις να τόνε βλέπει; Διε τώρα τα αποτελέσματα! Που πήγε κι έμπλεξε Θεέ μου! Με το χειρότερο υποκείμενο, άλλος κανείς στο χάλι του και την παλιανθρωπιά του! Καμαρώνεις τώρα εσύ που 'λεγες χρυσή τύχη να ΄χει; Εσύ τήνε έριξες μέσα στο βούρκο, με ίδια σου τα χέρια! Τήνε πήρε μαζί του, γυναίκα του την έκανε για να μας εκβιάσει και να μας βάλει στο χέρι! Την κόρη μου! Που να το πω; Την κόρη μου!
Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, σκύλα μαύρη κι αγαρηνή, φωτιά θα σε βάλω να σε κάψω να μη σ' εύρη άλλη μέρα! 

-  Στενοχωρέθηκα πολύ μπρε συμπεθέρα μου, τέτοιο κακό που ηπάθανε! Ποιόνε να πρωτολυπηθείς για; Βάι βάι!
- Έκαμε απόπειρα αυτοκτονίας η Χαρίκλεια, επήε να πέσει να πνιγεί! Τήνε ακολούθησε μια κουτσομπόλα της γειτονιάς, που την είδε να βγαίνει με τα νυχτικά ξημερώματα και να παίρνει τις δρόμοι. Αυτή, έκαμνε ενέσες και τήνε είχε φωνάξει η φουρνάρισσα επειδής ο άντρας της ήτουνε πολύ άρρωστος και πονούσε, είχε θέρμη* και μεγάλο κρύο είχε πάρει, όλο του το σώμα επόναγε και ξενύχτισε η γυναίκα του. Έμεικε κι η άλλη κάμποσο να διει άμα συνέλθει με την ενέσα και να παρηγορήσει και τη γυναίκα του κομμάτι, αμά αυτά ήτουνε τα ψεύτικα, το κουσέλι έπιασε αφού το κάμανε ολονύχτιο, ένεκα του αρρώστου.
Αφού έπεσε ο πολύς πυρετός κι είχε μάθει όλα τα νέα του μαχαλά, είπε πια να φύγει κι ευτυχώς που την είδε βγαίνοντας! Σαν την τρελή επήαινε απέ τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη, ωσότου να φτάσει στις βράχοι τις ψηλοί. Τήνε φώναζε αυτή που πας, αφήστε με να πεθάνω η Χαρίκλεια, τήνε βουτάει με την ψυχή στο στόμα και την ταρακουνούσε μπα και τήνε συνεφέρει, είδε κι έπαθε, άστα!
- Ηβοί!


Η Βούλα, ξύπνησε αργά το πρωί, νιώθοντας ακόμα τη ζεστασιά των χεριών του Σωκράτη στο κορμί της. Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά κι από την αυλή ακούγονταν τα κελαηδήματα των πουλιών που καλωσόριζαν τη νέα μέρα.
Δεν ήξερε αν η ευτυχία που ένιωθε θα την έκανε να ξεχάσει με τον καιρό όλα όσα έζησε. Τα σημάδια στο πρόσωπο θα έφευγαν, τα σημάδια όμως που χάραξαν τόσο βαθιά την ψυχή της φοβόταν ότι θα έμεναν για πάντα.
Η Χαρίκλεια, έφυγε απελπισμένη και πήγε για λίγες μέρες στης θείας Κούλας. Δεν είχε κουράγιο να βλέπει  ρημαγμένο το σπίτι της, δεν άντεχε να μείνει εκεί. Η θεία, έστειλε τις κόρες της, χωρίς να της πει τίποτα. Άλλαξαν τη διαρρύθμιση, τις κουρτίνες, τα κάδρα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μη μοιάζει κανένα δωμάτιο όπως πριν. Κάποια καλά πορσελάνινα κομμάτια που δεν είχαν θρυμματιστεί, κατάφεραν να τα κολλήσουν και τα έβαλαν σε κούτες στην αποθηκούλα. Τα συρτάρια του μικρού μπουφέ με τα κεντίδια άνοιξαν και βγήκαν άλλα τραπεζομάντιλα, τσεβρέδες, δαντέλες. Ο μεγάλος μπουφές είχε τα κρύσταλλα και τα καλά σερβίτσια. Περάστηκε με λούστρο κι αλλάχτηκε ο καθρέφτης που είχε σπάσει από την ασημένια τσαγιέρα που εκσφενδόνισε η Ζαφείρα. Η μία κόρη της Κούλας που ήταν άφθαστη στη μοδιστρική, γάζωσε τις κουρτίνες από τα βελούδινα τόπια που είχε η Χαρίκλεια στο μπαούλο, έφτιαξε και ασορτί μαξιλαράκια για τους καναπέδες. Σε τρεις μέρες και με τη βοήθεια των χαμάληδων που έστειλε η κυρία Αναγνωστοπούλου για να μεταφέρουν τα βαριά έπιπλα σε άλλη θέση, το σπίτι ήταν αγνώριστο.

- Καλά που το σκέφτηκε η θεία! Όσο και να προσπάθησε η καημένη η Χαρίκλεια να τα φέρει σε λογαριασμό, τίποτις δεν είχε καταφέρει. Ζημιές πολλές, η υγεία της πολύ άσκημα, γειτόνισσες δεν ήθελε να μπάσει για να μη δίνει λαβή για νέα κουσέλια, δράμα ήτουνε η κατάσταση. Σε λέει, καθούτανε απέ πάνου, τα έπιανε μια και δως του κλάμα και μοιρολόι... Αμά, απέ της Βούλας που ήτουνε τα προικιά, τίποτις δεν πειράξανε οι ξαδερφάδες της!
Η Ζαφείρα, ήτουνε κλεισμένη στις τέσσερις τοίχοι, μες στη ντροπή! Μια για το πατιρντί που γένηκε στης αδερφής της και σηκώθηκαν οι μαχαλάδες στο πόδι και μια για την κόρη της που κλέφτηκε με τα κείνονα! Όσο σκεπτούτανε που μείσκανε μαζί σαν αντρόγυνο, να πεθάνει ήθελε! Και που να ρώταγε για να μάθει που βρίσκουνται; Και ποιος να ήξερε να την πει; Να έτρεχε να τήνε μαζώξει και να τον χώσει στα σίδερα αυτόνανε, δια απαγωγήν ανήλικης!  
Κι εκείνα τα αγοράκια της, μια να ρωτούνε για την αδερφή τους και μια για τη θεία τους, μήτε να παίξουνε δεν είχανε διάθεση. Και τι να τα έλεγε για; Μαύρο Πάσχα εκάμανε κι αυτά κι εκείνη... 

Η Χαρίκλεια μπήκε στο σπίτι ακολουθώντας τη θεία Κούλα που κρατούσε τα κλειδιά. 'Ανοιξε τα μάτια διάπλατα βλέποντας τις αλλαγές.  Η μυρωδιά από μαχλέπι, βανίλια και μαστίχα, τα κόκκινα αυγά στη μεγάλη πιατέλα, τα τσουρέκια, τα κουλουράκια, την έκαναν να τα χάσει κυριολεκτικά. Ποια ήρθε, ποια συγύρισε και τα άλλαξε όλα σχεδόν, ποια έψησε;
- Έκλαιγε κι ευχαριστούσε τη θεία της και τις ξαδερφάδες της για το καλό που την έκαναν! Η Κούλα, έμεικε μαζί της καμιά δεκαριά μέρες, ήρτανε πάλι και οι κόρες της και μείκανε ένα βράδυ και φύανε όλες μαζί. Αφήκανε τις φαμίλιες τους πίσω, μια να σενιάρουνε το σπίτι, μια πάλι να πάνε να την ψήσουνε και να τη βάλουνε δυο πράματα στα ντουλάπια της, μια ακόμα να πάρουνε τη μάνα της. Καλές κόρες και πονόψυχες, με έλεγε η Λαμπρινή.

Ο Σωκράτης με τη Βούλα, είχαν άλλα προβλήματα. Σιγά μη δεν έπαιρνε χαμπάρι η κυρία Ευδοκία! 



Θέρμη - Πυρετός


17 σχόλια:

  1. ααα ρε Βούλα φωτιές που άναψες;; Μα που το είχες το μυαλό σου!! καλημέρα Μαρία μου!!!Ελπίζω το χέρι να είναι καλύτερα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φωτιές δε λες τίποτα! Ήταν ανάγκη ο έρωτας να είναι τυφλός;
      Και τα δύο χέρια πονάνε Ελπιδάκι μου, δυστυχώς...

      Σ' ευχαριστώ πολύ, καλό απόγευμα!

      Διαγραφή
  2. Πάλι στην αγωνία μας άφησες. Δεν πειράζει όμως κοίτα να τον περιποιηθείς τον λεγάμενο καταλλήλως. Και εδώ που τα λέμε η Ζαφείρα έχει τα δίκια της.
    Μαράκι πως πάνε τα χεράκια σου. Ελπίζω καλύτερα.
    φιλάκια πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μαράκι μου γλυκό, καλησπέρα!
    Να άκουγες τη Σουλτάνα να τα διηγείται, με μπόλικα κοσμητικά βέβαια που δε μπορώ να επαναλάβω ειδικά γραπτώς κι εκεί να έβλεπες περιποίηση! Χα χα χα!

    Τα χεράκια είναι χάλια κι αναγκαστικά σε λίγο θα πάνε στο γιατρό... :-(

    Πολλά πολλά φιλάκια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μα έχεις ένα τρόπο αφήγησης που για τον οποίον ειλικρινά δεν μπορώ να βρω την κατάλληλη λέξη. Μόνο ότι ο αναγνώστης σου δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από το κείμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς τον Χριστοφόρο μας!
      Πάντα με τον καλό σου το λόγο αξιαγάπητε φίλε μου, αν και θα έλεγα ότι είσαι υπερβολικούλης...

      Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ!!!

      Διαγραφή
  5. Μας ταξίδεψες κι απόψε!Να 'σαι καλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τριανταφυλλένια μου!

      Χαίρομαι αν διαβάζοντας ξεχνιέσαι, έστω και λίγο...

      Πολλά φιλάκια γλυκιά μου!

      Διαγραφή
  6. Αχ μάνα μου!!!!!τι καζίκι τις βρήκε!!!! δεν ξέρεις ποια από τις τρεις να κλάψεις...πε μου μονο πως δε θα γλιτώσει ο λεγάμενος!!!!!

    τα χεράκια πονάνε;...άμα τι θα κάμεις τώρα...στη μέση δε γίνετε να μας αφήκεις...

    φιλία καλο Σ/K

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Aχ Ελενάκι μου! Καζίκι, μα τι καζίκι, καζίκαρος!
      Ο λεγάμενος ό,τι ήταν να κάνει το έκανε, την πήρε κι έγιναν μαλλιά κουβάρια οι υπόλοιποι!

      Τα χεράκια παραπονάνε, αλλά πίστεψέ με, κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες, αφήνω και κάνα σχολιάκι όσο μπορώ στα σπιτάκια σας η κουλή! Δε θα σας αφήκω τζιέρι μου! Σαν τη χελώνα πάω, αλλά κάτι κάνω...χα χα χα

      Φιλάκια πολλά, καλά να περνάς!

      Διαγραφή
  7. Τι όμορφο διήγημα?
    Μη μου πεις ότι το σκαρφίστηκες?
    Μάλλον τ'ακουγες απ'τα μικράτα σου και θυμάσαι και τους ιδιωματισμούς?
    Τι να σου πω?
    Υπέροχο είναι, περιμένω την συνέχεια!

    Φιλιά θαλασσινά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ζουζούκα μου δεν το σκαρφίστηκα.Τίποτα απ' όσα διαβάζεις δεν είναι γέννημα της φαντασίας μου, είναι αληθινές όλες οι ιστορίες.
      Από τα μικράτα μου δεν το άκουσα, πάνε βέβαια αρκετά χρόνια που ανταλλάσαμε επισκέψεις και μάθαινα διάφορα.
      Όσον αφορά τους ιδιωματισμούς, γράφω όσους και όπως ακριβώς θυμάμαι, πίστεψέ με είναι ανεξάντλητοι!

      Σ' ευχαριστώ, φιλάκια πολλά πολλά!!!

      Διαγραφή
  8. Πες μου σε παρακαλώ γιατί η γραφή σου μου θυμίζει λίγο Παπαδιαμάντη.
    Πολύ όμορφο και ταξιδιάρικο σε άλλες εποχές.
    Τι ντοπιολαλιά είναι αυτή;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Φλώρα μου καλημέρα!
    Παπαδιαμάντη εγώ; Αχουουουου ιεροσυλία!!! Και με τις πατούσες θα με φασκέλωνε καλέ! Χαχαχαχαχαχαχαχα!
    Σ' ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, να είσαι πάντα καλά!

    Φιλάκια πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μαίρη μου εχω μερες να σε διαβασω.Μου αρεσες τοσο πολυ που εκτυπωσα απο την αρχη τις αναρτησεις σου και τις εχω διπλα στο κομοδινο μου και τις διαβαζω.θα βαλω και εξωφυλλο αργοτερα.Φιλακια πολλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ γλυκούλα μου, χαίρομαι που σε συντροφεύω!

    Βραβειάκι; Έρχομαι να το δω!!!

    Φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή