.

.
.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Φτου σου γιαβρί μου, μη βασκαθείς!


Αχ! Τι δροσιά είναι αυτή! Μπρε, τι καλά που κάμαμε και ήρταμε!
Καθισμένες αναπαυτικά και  οι τρεις, απολάμβαναν το απογευματινό τους καφεδάκι στο σαλόνι του ξενοδοχείου. 
Φουσκωμένες από το μεσημεριανό φαγητό, ξάπλωσαν δυο ωρίτσες στο δωμάτιο και κατέβηκαν φρέσκες και ξεκούραστες για τη βραδινή εξόρμηση.
- Ωραία ψημένα ητανάνε τα παϊδάκια, πολύ τα φχαριστήθηκα! 
- Ήτουνε μάστορας ο ψήστης μπρε Άνθω μου! Και οι πατατούλες λιώνανε στον στόμα με το βουτυράκι τους και τα λουκάνικα, όλα ωραία και καλά!

Μπρε Θεοφανίτσα, δίκιο δεν είχα που σας είπα να πάρουμε της σκάρας ψητά; Μαγειρευτά και φουρνιστά κάθε μέρα ψήνουμε, άμα έξω βγαίνουμε της ώρας παίρνω πάντα. Για το βράδυ, να διούμε που έχει κοκορέτσι, ναι; Και κάνα κεφαλάκι πεθύμησα, τι λέτε εσείς;
- Ναι, ναι! Θα κάνουμε τη βολτίτσα μας κι όπου δούμε να ψήνουνε καθόμαστε! Άνθω μου, πολύ χάρηκα που ήρθες, πάρα πολύ! 


Τρεις κυρίες τις καλησπέρισαν και η Σουλτάνα τις κάλεσε να καθίσουν μαζί τους. 

- Καφεδάκι ήπιατε για; Εμείς πρωί κι απόγεμα πίνουμε απαραιτήτως! 
- Και τον λέτε κιόλας, ε; Της κυρίας Θεοφανώς είναι βλέπω...
 - Ναι, για! Και τόνε πίνουμε και τόνε διαβάζουμε, να περνά η ώρα! Η φιληνάδα μου, απέ το πούλμαν μ' έτρωε να της τον πω, αμά στο πλαστικό το ποτηράκι ήτουνε κομμάτι δύσκολο. Άμα δεν πιάσεις το κουπάκι να το μελετήσεις κατά πως πρέπει, δε γένεται! Την είπα, άστο μπρε και θα τα πούμε το απόγεμα!
Η κοπελίτσα είναι κορούλα σας, ε; Λεύτερη, μικρή είναι ακόμα. Να σας ζήσει, καλότυχη να είναι, χρυσό στεφάνι να βάλει! 
Γύρισε με τρόπο στην Ανθούλα και της έκλεισε το μάτι μουρμουρίζοντας.

- Μικρή την είπα που είναι, έτσι για παρηγοριά. Σε λίγο δε θα τήνε πλησιάζουνε απέ τη μπαγιατίλα... Χαχαχαχαχαχα! 

Σε λίγο η γυναικοπαρέα μεγάλωσε και το τραπέζι γέμισε με γυρισμένα κουπάκια.
- Στεφάνι σε πέφτει κοκόνα μου! Βέβαιααα! Διε, φαίνεται ολοκάθαρα! Αμά, είναι κομματάκι εμποδισμένο, βλέπω κι άλλο πρόσωπο στη μέση... Δε με λες μπρε, ελόγου σου με δυο άντροι νταραβερίζεσαι; 
- Ξέρετε... Με θέλουν δυο και μ' αρέσουνε, αλλά δε μπορώ ν' αποφασίσω, δεν ξέρω τι σκοπό έχει ο ένας και τι ο άλλος...
- Ο αψηλός ο ανοιχτός σε δίνει στεφάνι, εκεί ρίξε τα μυαλά σου! Ο σπαθάτος, πολύ μπερμπάντης με φαίνεται, όλο θηλυκά έχει γύρω του! Λόγια πολλά θα κάμεις με δαύτονα, πω πω λόγιααα! Άπαπαπαπα! Μακριά, φύε μακριά και διε τον άλλονε που είναι σίγουρος, άκουε τι σε λέω γιαβρί μου. Με τις χάρες που 'χεις εσύ, τον καλύτερο να πάρεις! Η φιληνάδα σου εδώ να σε στεφανώσει, άντε με το καλό!
Την έπιασε με τρόπο και της είπε συνωμοτικά, ότι με την ασχήμια που είχε η φίλη της ήταν ιδανική για κουμπάρα.
- Έτσι είναι μπρε, όλα να τα κοιτούμε πρέπει! Ο κουμπάρος την κουμπάρα δε λένε για; Εσύ, μια κούκλα είσαι, τα μάτια του σ' αυτό το χτικιάρικο, τη μισοριξιά, τη σπυριάρα, ποτές δε θα τα ρίξει και θα 'χεις το κεφαλάκι σου ήσυχο... 

Μια κυρία, γύρω στα σαράντα, άκουγε για γάμους και στέφανα κι αναστέναζε. Ήταν υπάλληλος του ξενοδοχείου, την είχαν δει νωρίτερα στη ρεσεψιόν. Ώρα γυρόφερνε και είχε στήσει αυτί, ήταν ολοφάνερο. 
Ψηλή, ξερακιανή, ντυμένη με τη μπλε φούστα και το άσπρο πουκάμισο όπως οι άλλες, δεν έπαυε να δείχνει ατημέλητη. Τα μαλλιά της τραβηγμένα, τόνιζαν περισσότερο την ηλικία της, το δέρμα της στεγνό, δίχως ίχνος φρεσκάδας. Καμία σχέση με την άλλη συνάδελφό της, που ήταν καλοβαλμένη και τραβούσε όλα τα αντρικά βλέμματα. Η Σουλτάνα, την κάλεσε ευγενικά να καθίσει, εκείνη όμως αρνήθηκε. 
- Καλή η παρεούλα σας, αλλά δεν έχω τελειώσει ακόμα και δε συνηθίζεται να καθόμαστε με τους πελάτες... 
- Σιγά καλέ, τι δουλειά με λες τώρα; Κάθεται και η άλλη και κάτι ξεφυλλίζει, περιοδικό θα είναι μάλλον... Άκουσα πριν που είπατε κι ότι λείπει ο διευθυντής τέτοια ώρα, ποιος θα σε βάλει πόστα κοπελίτσα μου; Έλα μπρε, κάτσε κομματάκι εδώ!
Πως σε λένε κοκόνα μου; Αμαλία! Ωραία, μπράβο! Καφεδάκι ήπιες εσύ, για όχι; Αύριο, άμα θες να σε τον πω κι εσένα, παντρεμένη είσαι; 

- Μπα, όχι... Το έχασα το τρένο πια... 
- Σους μπρε, τι με λες τώρα, ποιο τρένο έχασες; Αργομοίρα - καλομοίρα έλεγε η μαμά μου. Όποια αργεί να την ανοίξει η τύχη το δρόμο, παίρνει τον πιο καλό. Φτασμένο άντρα, δημιουργημένο. Θα παντρευτείς και θα ΄χεις και τύχη καλή, θα διεις!



Η Αμαλία, της άνοιξε την καρδιά της. Δύο αποτυχημένες σχέσεις κι η αιτία ήταν τρίτο πρόσωπο. Και οι δυο ξελογιάστηκαν με άλλες. 
- Τι μου λείπει εμένα κυρία Σουλτάνα; Καλύτερες είναι οι άλλες που έκαναν οικογένεια; Απελπίστηκα κι έφυγα από την Αθήνα, να μείνω μακριά, ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω ήθελα. Εδώ, δεν έχω παράπονο βέβαια, αλλά η ζωή μου κυλάει το ίδιο, τίποτα, κανείς για μένα... 
- Αμαλίτσα, για πες με, πως ήτουνε οι άλλες που στους πήρανε; 
- Τι να σας πω... Η μια ξανθιά κι η άλλη κοκκινομάλλα...συγχύζομαι και που τις μελετάω... 
- Χμμμ... Τις έχεις διει, ε; Μάλιστα... Άκου κόρη μου να σε πω και μη με παραξηγήσεις, σα μάνα σου θα σε μιλήσω. Χαρά Θεού κοπέλα είσαι, αμά να φκιαχτείς κομμάτι, να φανεί η ομορφάδα σου για!

Δε με λες, κρεμούλα απέ  πότε έχεις να βάλεις στο πρόσωπό σου; Ξερό είναι μάτια μου, διψασμένο! Τα μαλλάκια σου, γιατί τα έχεις έτσι πίσω, χαμηλά δεμένα; Κομματάκι δαφνέλαιο να βάλεις, να λάμψουνε, να πας και στο κομμωτήριο να σε τα κάνουνε μπούκλες ωραίες! Κάνα σκουλαρικάκι, ένα κολιεδάκι να σε στολίσει, κραγιονάκι πάντα να φοράς, να διεις που θα γένεις άλλος άθρωπος. Κανένας άντρας στον κόσμο όλο, δε θέλει να βλέπει έτσι μια γυναίκα! Δε σε λέω να γένεις σαν καμιά του δρόμου, προς Θεού! Κομματάκι φκιάξιμο, θηλυκιά περισσότερο να είσαι, όχι σαν τη γεροντοδασκάλα! Και μη με λες που δεν είναι στον τύπο σου, τον τύπο μας εμείς τόνε κάμουμε και κουβέντα άλλη μη με πεις! 

Η Αμαλία, ήξερε ότι είχε δίκιο η Σουλτάνα. Οργανωμένη από τα γυμνασιακά της χρόνια στο πολιτικό κόμμα που υποστήριζε, είχε χάσει τη θηλυκότητά της, τρέχοντας συνεχώς μ' ένα φθαρμένο τζιν κι ένα φαρδύ πουλόβερ. Μ' ένα στυλό συγκρατούσε τα μακριά μαλλιά της τις περισσότερες φορές, στην καλύτερη περίπτωση μ' ένα φαρδύ λαστιχάκι. Τα χρόνια πέρασαν κι έπαψε ν' ασχολείται ενεργά, όμως στο "θέμα γυναίκα" έμεινε πίσω. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται, δυσκολεύτηκε πολύ ν' αποχωριστεί τα αρβυλάκια και τα μακριά φουλάρια που τύλιγαν δυο φορές το λαιμό της. Αναγκάστηκε να φορέσει μοκασίνια κι ένιωθε τα πόδια της ξένα. Μπιζού, αρνιόταν κατηγορηματικά να φορέσει κι ας έβλεπε τις συναδέλφους της στολισμένες διακριτικά με καδένες και βραχιολάκια. Τα χρόνια πέρασαν, οι τότε οργανωμένες συμφοιτήτριές της είχαν αλλάξει εμφανισιακά κι έκαναν οικογένεια, εκείνη ήταν η μόνη ελεύθερη δίχως άντρα στο πλευρό της... 
- Μπρε παιδάκι μου, είδες πως το πρόβλημα είναι σε σένανε; Μικρή ήσουνε, όλες έτσι ντυνούσαστε, ακόμα κι εγώ βλέπω που δεν είναι με φρου φρου κι αρώματα που λένε, απλά ντυμένες για!  Μα τα χρόνια περνούνε, οι εποχές αλλάζουνε και δεν πρέπει να μείσκεις στα παλιά. Μεγάλωσες, εργάζεσαι σε δουλειά που είναι πολύ αξιοπρεπής, άσχετα αν δεν ακολούθησες τα όνειρά σου, δεν επέρασες εκεί που ήθελες και τι γένηκε; Μια χαρά είσαι! Διε τι θα γένει τώρα, θα σε βοηθήσω εγώ. Δε με λες, βούρτσα στρόγγυλη έχεις; Καλλυντικά; 
- Τίποτα απ' αυτά... 
- Το φαντάστηκα! Λοιπόν, τώρα που θα βγούμε τη βόλτα μας, θα τα ψουνίσουμε, έχει μαγαζί τέτοιο εδώ κοντά; 
- Μμμμ... όχι... Αλλά μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο της Σίσσυς και να πάμε, ούτε δέκα λεπτά δεν είναι...
- Φύγαμε! 

Τη φόρτωσε κρέμες, βερνίκια νυχιών, είδη μακιγιάζ κι ένα άρωμα πιο βαρύ από την απλή κολόνια που φορούσε. Η Άνθω και η Θεανώ, την περίμεναν ανυπόμονα, είχαν ήδη αργήσει. 
- Μπρε σεις, ψυχικό κάνουμε με τούτο το ζάβαλο* που δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα, αμαρτία είναι για! Σε μια ωρίτσα και λιγότερο έρχουμαι, πιέτε μια κόκα κόλα παγωμένη κι έφτασα! 

Τα βραστά ρόλεϊ χοροπηδούσαν στο μικρό κατσαρολάκι κι έτσι καυτά τύλιξαν τούφα τούφα τα μαλλιά της Αμαλίας, όσο η μάσκα προσώπου έκανε τη δική της δουλειά.
Σους! Μη μιλήσεις και σε σπάσει, δεν κάνει! Τώρα που τελειώνω το κεφάλι σου, θα πλυθείς με νεράκι χλιαρό και θα σε βάλω την κρέμα. Ίσαμε να τη ρουφήξει καλά το δέρμα, θα σε κάνω τα νύχια ροζάκια. Θα ΄χουνε κρυώσει και τα ρολάκια στο κεφάλι σου, όλο μπουκλίτσες θα είναι! 

Μετά θα σε βάψω και θα διεις πως θα γένεις! Άκου που σε λέω γιαβρί μου, αλλιώτικια θα βγεις απέ δω, θα χτυπήσεις άντρα με την πρώτη! 

Τεράστια διαφορά! Ήταν σχεδόν αγνώριστη, με μαλλιά σγουρά και φράντζα που κατέβαινε χαμηλά στον κρόταφο, μακιγιαρισμένη διακριτικά με έμφαση στα μάτια. Μαύρο μολύβι, γαλάζια σκιά και δυο στρώσεις μάσκαρα, έκαναν το βλέμμα της απίστευτα λαμπερό. Το στενό της άσπρο παντελόνι με τη ριχτή εμπριμέ πουκαμίσα, στόλιζε με επιτυχία ένα σιέλ κολιέ με σκουλαρίκια ασορτί. Χείλη και νύχια σε τόνο απαλό ροζ κι αρκετό άρωμα στις κλειδώσεις, το μπούστο και πίσω από τα αυτιά, την έκαναν νέα κι επιθυμητή. 
- Φτου σου γιαβρί μου, μη βασκαθείς! Κούκλα είσαι για! Πάμε τσάρκα παρεούλα, ναι; 

Η ταβέρνα είχε αυλή, με ψηλά δέντρα, πολλά λουλούδια, καλό φαγητό κι ωραία ορχήστρα. Κάθισαν σ' ένα από τα μπροστινά τραπέζια, ενώ οι περισσότεροι τις κοιτούσαν παραξενεμένοι. 
- Μπρε Αμαλίτσα, γιατί μας κοιτούνε έτσι αυτοί, τους ξέρεις; 
- Με ξέρουν αυτοί, κλειστός ο κύκλος είναι, τους ξεφεύγει τίποτα; 
- Χα! Είδες πως τα τραβάς τα βλέμματα; Σε είδανε αλλιώτικη, άλλον άθρωπο...
- Αυτός που τραγουδάει, με πείραζε πολλές φορές στο δρόμο, αλλά δεν του έδινα σημασία.
- Καλά έκαμες! Σιγά τα μούτρα! Αμά φωνή, ωραία έχει, το σωστό να λέμε για! 
Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την Αμαλία και η Σουλτάνα διέκρινε κάποιο ίχνος ειρωνείας και τον αγριοκοίταζε. Σε λίγη ώρα, ήρθαν στο κέφι χάρη στο ωραίο πρόγραμμα κι όλοι τραγουδούσαν και χόρευαν. Τράβηξε η Σουλτάνα την Αμαλία με το ζόρι κι εκείνη σερνόταν λίγο άγαρμπα, κάνοντας τον τραγουδιστή να γελάει με το διπλανό του στο μπουζούκι. Αφού έπιασε τα τσιφτετέλια, πλησίασε την Αμαλία που ετοιμαζόταν να καθίσει και της είπε ότι το επόμενο είναι αφιερωμένο γι' αυτή. 

Τι τα θέλεις τα στολίδια και με τρων' τα μαύρα φίδια, την πιάνει νευρικό γέλιο και δέχεται το πρώτο κέρασμα. Χαρές η Σουλτάνα που πήρε τα πάνω της η Αμαλία, όπα όπα κι άντε στην υγειά σου γιαβρί μου!
Στολίδι είσαι μόνη σου, ανάθεμα το μπόϊ σου, κορδώθηκε κι ήπιε μονορούφι το τέταρτο ποτήρι. Χόρεψε, τραγούδησε, ρίχνει και η Σουλτάνα την παραγγελιά: Το Χαρικλάκι να πεις μπρε! 
Πετιέται ένας σουρωμένος κι αρχίζει να διαμαρτύρεται παραπατώντας και φωνάζοντας, ότι θέλει ν' ακούσει το "Άντε σαν πεθάνω" 

- Μετά, μετά θα σε το πει, τώρα χαρούμενα λέμε για, τι σαν πεθάνω ζητάς; 
- Τι λες μανδάμ; Παράγγειλα! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; 

- Γιατί να σε ξέρω, καμιά φίρμα είσαι; Σάμπως ξέρεις εσύ, εγώ ποια είμαι; 
- Εγώ είμαι ο Πανάγος, το πρώτο τιμόνι της πιάτσας! 
- Έλα! Τι με λες; Κι εγώ είμαι η Σουλτάνα, το πρώτο μανικιούρ της Πόλης, χάρηκες; Άσε μας τώρα που θες και τσαμπουκά! Διε, τρώμε και χορεύουμε, κάτσε κει με τη μπουκάλα σου αγκαλιά και μετά ρίχνεις τις βόλτες σου και πεθαίνεις με την ησυχία σου! 
- Σου είπα, είμαι ο Πανάγος! Ε! Δεν ακούς; Ο Πανάγος είπα! 

Σταματάει η Σουλτάνα το φαΐ και το κούνημα, βάζει τα χέρια στη μέση και τον κοιτάζει ειρωνικά, μπουκωμένη με μια κροκέτα.
- Ο Πανάγος! Μπρε τον τσίφτη, τον καραμπουζουκλή!
Και που είσαι ο Πανάγος, θα σ' έλεγα τώρα τι έπαθε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, αμά έχε χάρη που τρώμε! 



Ζάβαλο = Καημένο


10 σχόλια:

  1. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ !!!!!ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΚΥΡΙΚΗ!!!!!ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ' ευχαριστώ πολύ Μαράκι!

    Καλή Κυριακή και με το καλό η νέα εβδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. έρμε Πανάγο...δεν ήξερες...δε ρώταγες!!!!!!!
    ΧΑ!ΧΑ! πες μου ότι θα τον παντρέψει!!!!

    Ετοιμάσου...επόμενη εκδιδομενη εσύ!!!!ΑΚΟΥΣ; ΑΚΟΥΩ να λες!!!!!

    ώστε έχεις το βιβλίο ε; ;-)

    Καλή βδομάδα να έχουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όχι Ελενάκι μου, δεν τον πάντρεψε, αλλά ξεσηκώθηκε όλο το μαγαζί απ' τα γέλια με το ύφος της και το...πάθημα της Φατμέ, που δεν το είπε καθαρά λόγω φαγητού!

    Καλά βρε συ, για νοικοκυρεμένη και τίμια κοπέλα σ' έκοψα, δε ντρέπεσαι να θέλεις να με βγάλεις στο κλαρί; Άκου η επόμενη εκδιδόμενη!!!
    Μήπως παίρνεις και ποσοστά; Απαπαπαπαπα τι λέμε Κυριακάτικα!

    Το βιβλίο, ασφαλώς και θα το αποκτούσα, αλλά το ήθελα υπογεγραμμένο, τι στο καλό! Η πλάκα είναι ότι ρώτησα το Χριστόφορο τη στιγμή που υπέγραφε, αν ήταν εκεί και η χήρα! Μου λέει όχι, δεν είναι και σκάσαμε στα γέλια!

    Καλή εβδομάδα με υγεία κοπελάρα μου, φιλούθκια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Θα συνφονήσω με την Ελενα για το τόσα ταλέντα ..να βγαίνουν ένε ενα στην επιφάνεια... Μαιρη μου....φανταστικά γραφεις νομίζω στο έχω ξαναπεί....η δέ Σουλτανα;;; απόλαυση..!!!!!επίσεις μου αρέσουν πάρα πολύ οι εικόνες που έχεις στο πλάι της σελίδα σου υπεροχες ...καλή εβδομαδα να εχεις..φιλιά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Θαυμάζω την καπατσοσύνη της Σουλτάνας!Όλα τα καταφέρνει αυτή η γυναίκα!
    Πολλά φιλάκια,Μαιρούλα και καλή βδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ρουλίτσα μου γλυκιά, σ' ευχαριστώ πολύ ειλικρινά!
    Η Έλενα είναι απίθανη, λατρεύω τις παρατηρήσεις, τις απαντήσεις της και γενικά τον τρόπο που εκφράζει τη γνώμη της για όλα!

    Στο έχω ξαναπεί - γράψει, αλλά μάλλον δε θα το είδες, να πάρεις τις εικόνες που σ' αρέσουν, θα χαρώ να τις έχεις κι εσύ!

    Καλή εβδομάδα κορίτσι μου, πολλά φιλάκια και την αγάπη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Τριανταφυλλένια μου και που να την γνώριζες!
    Καπάτσα σε όλα της, δεν καταλάβαινε τίποτα! Ήταν πολύ γλυκιά, χαριτωμένη, καλόκαρδη, ειλικρινής και καλοφαγού βέβαια, όπως όλες τους.
    Με το γέλιο στο στόμα και τη λύση έτοιμη στο κάθε πρόβλημα, όσοι είχαν βάσανα στη Σουλτάνα τα έλεγαν. Έτσι όμως και νευρίαζε...άστραφτε και βρόνταγε, θα τα μάθεις κι αυτά.

    Καλή εβδομάδα αγάπη μου, πολλά φιλάκια κι αγκαλίτσα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Μαίρη μου το απολαμβάνω!!!!Καλό σου βράδυ με φιλάκια από την βροχερή (επιτέλους ) Κομοτηνή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Εφούλα μου, πολύ χαίρομαι γλυκιά μου!
    Υπέροχη κι η βροχερή Κομοτηνή!

    Να έχεις όμορφη μέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή