- Διε τα χάλια του γιόκα σου! Δε φτάνει που μας έφερε νύφη που δεν έχει μήτε μια κόχη δικιά της, τη γκάστρωσε κι απέ πάνου στο γλήγορο!
Τι θα γένει δω μέσα, με λες; Τόσοι μήνες χωρίς δουλειά κι αυτή και να κάμει και τα νάζια της! Τούτο δε θέλει, τ' άλλο δεν τρώγει, έχεις και τον άλλονε να την αρωτάει όλη την ώρα μπας και τη μύρισε τίποτις κι όλο τα κοκορέτσια και τα κεφαλάκια να την κουβαλάει! Όλα τα 'χαμε, αυτό μας έλειπε για! Τα ιπέκια τη μαράνανε, πόσοι παράδες θα 'δωκε ο πασάς σου άραγες; Η Σουλτάνα που μας κοιτά με μισό μάτι τι κάμει, ε; Ας τήνε πάρει σπίτι της να τήνε κάμει τα κέφια της!
- Τι λες τώρα μπρε κόρη μου; Θα φύει απέ δω να μείκει στης αδερφής της; Που ακουστήκανε αυτά τα πράματα, ε; Θα περάσει ο καιρός κι άμα γεννήσει θα βγει και πάλι στο μεροκάματο. Μπας κι έπαιρνε απέ λόγια ο αδερφός σου, άμα τον λέγαμε να μη τήνε πάρει; Κοτζάμ λεβεντόπαιδο είναι, την καλύτερη θα τον δίναμε και θα 'τανε πασάς, όχι να τόνε τρώγει κι αυτόνε το μεροδούλι... Διε που δεν κάμει μεροκάματο κάθε μέρα και τα πράματα σφίγγουνε και βάνει στην πάντα παράδες για το γιατρό! Φοβάται λέει μη και δεν τήνε κοιτάξουνε καλά και χάσει το παιδί, όπως τα 'παθε η Διονυσού του ποδηλατά. Πως εγλύτωσε απέ τα χέρια του αντρούς της ο γιατρός, θάμα είναι, απέ το λαιμό τον έπιασε σε λέει να τόνε πνίξει!
Φούσκωνε η κοιλιά της Ανθούλας κι εκείνη καμάρωνε χαζεύοντας τις βιτρίνες που είχαν στολιστεί με τα καλά τους. Με το κόκκινο ριχτό φόρεμα και το μπλε παλτό με τις μεγάλες και βαθιές τσέπες που ζέσταιναν τα χέρια της κι έκρυβαν τους παράδες, σκεφτόταν ποιο καπέλο να διαλέξει.
- Ας είναι καλά η αδερφούλα μου που με τοις έδωκε! Να περάσω κι απέ το μαγαζί του γαμπρού μου, να πάρω τα παπούτσια που μ' έταξε... Ρηχά με είπε που είναι, να χωρούνε τα ποδάρια μου που με πριστήκανε... Λυσσιάξανε κει πέρα με την εσάρπα τη μεταξωτή που με πήρε ο Γιάννης! Τόσοι μήνες τα μάζωχνε ο καημένος για να με την κάμει δώρο που με άρεσε... Να πάρω και κάνα παιχνιδάκι για τ' ανίψια μου, αμά κρυφά, μήτε ο άντρας μου να μη το ξεύρει... Άμα μ' αρωτήξει που βρήκα παράδες, τι να τόνε πω για, απέ το χαρτζιλίκι μου; Πέντε είναι, ζωή και χρόνια να 'χουνε τα τζιέρια μου!
Η Σουλτάνα έφτασε στο μαγαζί φορτωμένη πακέτα. Ντυμένη κομψά, φορώντας πολλά από τα χρυσαφικά της, όπως καλούσαν οι μέρες οι γιορτινές, καλημέριζε τους γείτονες με ευχές και γέλια.
- Γιώργο μου! Έλα να με ξαλαφρώσεις κομματάκι μπέη μου! Αχ και τι ωραία ζεστούλα έχει εδώ! Τα ποδάρια μου δεν τα νιώθω απέ το κρύο για! Τσαγάκι με μυρίζει, να πιω κομμάτι να ζεσταθούνε τα μέσα μου! Ψούνισα τα δώρα για όλους και ξέγνοιασα, αμά τα δικά μου αύριο πια, με ησυχία. Να διείς τι σε πήρα πασά μου, καζάκα μάλλινη σιέλ που σε πάει και το χρώμα! Η Άνθω ακόμα δεν ήρτε; Που γυρνάει κι αυτή με την κοιλιά εκεί μες στο κρύο; Να σε πω, να τη δώκω σήμερα τα δώρα της λες, να τα βάλει τα Χριστούγεννα να χαρεί; Πολύ στεναχωριέμαι που θα κάμουμε χώρια τις γιορτές... Αμά και τι να κάμω, όλο το σόι του γαμπρού θα ΄πρεπε να καλέσω και καλά καλά δεν τα 'χουμε με δαύτοι... Να μείσκανε μόνοι τους, μάλιστα, αν και δεν τόνε θέλω τον αδικιωρισμένο θα το έκαμα για την αδερφούλα μου, δε θα μείκουμε η μια μακριά απέ την άλληνα για δαύτονα! Πολύ τήνε σκέπτουμαι μπρε άντρα μου, πάρα πολύ...
Η Ανθούλα άκουσε τα τελευταία λόγια της Σουλτάνας μπαίνοντας στο μαγαζί. Ο υπάλληλος που στεκόταν στην πόρτα και υποδεχόταν τους πελάτες ανοιγοκλείνοντας την καλημέρισε ευγενικά και πήρε τις τσάντες και το μεγάλο πακέτο από τα χέρια της.
- Μπρε καλώς τηνε με τα ψούνια της! Έλα, κάτσε να ζεσταθείς κομμάτι μπρε κουνιάδα! Και να διείς τι ωραία παπούτσια σ' έχω κρατήσει! Το μωρό κλωτσάει, κλωτσάει; Χα χα χα χα! Βόλτα με το κρύο το 'βγαλες κι εσύ μπρε Άνθω μου!
- Καλά σε λέει μπρε ο γαμπρός σου! Τόσες ώρες μες στοις δρόμοι μη και πάρεις κάνα κρύο έγκυα γυναίκα! Ο άντρας σου πού είναι, στο σπίτι και ραχατίζει σαν τον πασά;
- Στη δουλειά είναι κι είπα να βγω κομματάκι όξω κι εγώ να κάμω ένα σεργιάνι. Άμα στο σπίτι ητανάνε δε θα με άφηνε για! Να σε δείξω τι ψούνισα, καπέλο γούνινο και γιακά! Επήρα κάτι και για τα παιδιά...
- Τίποτις να μην τα ψούνιζες Άνθω! Ξένοι δεν είμαστε για, σάματις δεν ξέρουμε που δύσκολα τα φέρνετε βόλτα; Για να διω τα δικά σου πως σε πάνε! Απα πα πα καλέ, τι ομορφάδες είναι αυτές, κούκλα είσαι! Με γεια σου τζιέρι μου και με το καλό να λευτερωθείς! Κι εγώ σε πήρα κάπα κόκκινη με γάντια ίδια, διε τι ωραία που είναι! Πάμε κομματάκι και στο κομμωτήριο να σιάξουμε τα μαλλιά μας, άμα πιεις το τσαγάκι σου, ναι;
- Σουλτάνα, εσύ με τα πήρες και το ξεύρεις... Χάλασα απέ τοις παράδες που με έδωκες...
- Καλά έκαμες, γι' αυτό σε τοις έδωκα! Αμά για τοις άλλοι, σε τα πήρα μονάχη μου και σε τα 'δωκα εδώ στο μαγαζί! Αμά την κάπα και τα γάντια που θα διούνε μαζί με τα γούνινα, κομμάτι πολύ δεν πάει; Να σε τα δώκω για την Καλή Βραδιά, μη τα πας μαζωμένα και σε τρώει κι η γλώσσα τους! Τα σημερινά μη ξεχάσεις, σε τα πήρα πιο νωρίς για τα Χριστούγεννα θα πεις!
- Ναι, ναι, έτσι θα πω. Ο Γιάννης με πήρε την εσάρπα τη μεταξωτή που με άρεσε πολύ, ακριβό δώρο και καλό!
- Πάλι καλά! Γιατί να μη σε κάμει δώρο ακριβό, σάμπως και δεν το αξίζεις; Οι άλλες θα τον κάμανε κάνα πατιρντί στα σίγουρα... Αχ μπρε κοκόνα μου...και να 'ξευρες τι καημό έχω μέσα μου... Να φύγεις απέ κει μέσα, να στήσετε δικό σας νοικοκεριό, τώρα και με το παιδί τι θα γένει... Λεχώνα θα βγεις να ξενοδουλεύεις μπρε; Δούλα γένηκες που σε είχαμε πως και τι... Δε θέλαμε να κάμουμε όλοι μαζί τις γιορτές και να φάμε και να πιούμε μπρε; Αμά, πως θα φύεις απέ κει μέσα, όλοι πρέπει να έρτουνε στο σπίτι μου, πες με τι να κάμω για; Άμα κι η παντρεμένη η αδερφή του θα 'ναι με τον άντρα της, που ο χριστιανός δε με φταίει σε τίποτις, αμά αυτή μας βλέπει στραβά κι η άλλη που τόνε φύτεψε και γύρισε πάλι εκεί και τη θρέφει ο άντρας σου... Να πω την πεθερά σου; Κακός χρόνος να την εύρη κι αυτήνα, που την έπεσες και λίγη... Ό,τι αξίζει ο πεθερός σου, καλός άθρωπος αυτός, αμά και τι να σε κάμει μέσα στα φίδια κει πέρα;
- Πάλι καλά! Γιατί να μη σε κάμει δώρο ακριβό, σάμπως και δεν το αξίζεις; Οι άλλες θα τον κάμανε κάνα πατιρντί στα σίγουρα... Αχ μπρε κοκόνα μου...και να 'ξευρες τι καημό έχω μέσα μου... Να φύγεις απέ κει μέσα, να στήσετε δικό σας νοικοκεριό, τώρα και με το παιδί τι θα γένει... Λεχώνα θα βγεις να ξενοδουλεύεις μπρε; Δούλα γένηκες που σε είχαμε πως και τι... Δε θέλαμε να κάμουμε όλοι μαζί τις γιορτές και να φάμε και να πιούμε μπρε; Αμά, πως θα φύεις απέ κει μέσα, όλοι πρέπει να έρτουνε στο σπίτι μου, πες με τι να κάμω για; Άμα κι η παντρεμένη η αδερφή του θα 'ναι με τον άντρα της, που ο χριστιανός δε με φταίει σε τίποτις, αμά αυτή μας βλέπει στραβά κι η άλλη που τόνε φύτεψε και γύρισε πάλι εκεί και τη θρέφει ο άντρας σου... Να πω την πεθερά σου; Κακός χρόνος να την εύρη κι αυτήνα, που την έπεσες και λίγη... Ό,τι αξίζει ο πεθερός σου, καλός άθρωπος αυτός, αμά και τι να σε κάμει μέσα στα φίδια κει πέρα;
Στο μεροκάματο είναι κι οι άλλες μας οι αδερφάδες, αμά επήρανε αθρώποι καλοί και πέσανε και σε πεθερικά της προκοπής κι έχουνε τα δικά τους σπίτια... Δεν ξεύρω τι να κάμω...
Η Ανθούλα είχε χαμηλώσει το κεφάλι κι έπαιζε μηχανικά με τη φουντίτσα του κασκόλ της. Αγαπούσε το Γιάννη κι έκανε υπομονή, απέφευγε να τα λέει όλα στις αδερφές της για να μη χειροτερέψουν τα πράγματα. Κάτι όμως στο βλέμμα της, έδειχνε ότι περνούσε στεναχώριες...
- Σουλτάνα, ξεύρεις, ο Γιάννης σε λίγοι μήνες θα φύει να υπερετήσει... Ίσια που θα διει το παιδί να σαραντίσει...
- Συφορά μας! Και θα μείκεις εκεί με το παιδί μονάχη σου; Αστράτευτος άντρας, οι παντρειές τόνε μαράνανε! Θα πρέπει να κόψεις το λαιμό σου να το μεγαλώνεις, ο μπαμπάς του ίσα που τα βγάνει πέρα με τη στέρηση! Διε, ας έρτει η ώρα η καλή να λευτερωθείς μ' ένα γερό παιδί και θα τον μιλήσω πάλι εγώ να διούμε τι θα γένει... Με αρέσει που 'χει και τη μύτη κει πάνου ο αδικιωρισμένος, κατάλαβες;
Με τα καινούργια της παπούτσια και τα γούνινα αξεσουάρ στα φανταχτερά πακέτα, μπήκε τρέμοντας από το κρύο στο σπίτι. Ο Γιάννης δεν είχε γυρίσει ακόμα κι οι κουνιάδες με την πεθερά την κοίταξαν έκπληκτες. Φρεσκοχτενισμένα τα μαλλιά της σε μπούκλες, στεφάνωναν με χάρη το στρογγυλό της πρόσωπο και το λαμπερό της χαμόγελο έδειχνε ότι ήταν ευχαριστημένη.
- Μπα! Γι' αυτό έκαμες τόσες ώρες να γυρίσεις; Και ψούνια και κομμωτήρια; Τι θα τον πω το γιο μου που 'σουνα στοις δρόμοι με τα κρύα έγκυα γυναίκα, ε; Απέ το πρωί λείπεις κι έφτασε μεσημέρι! Τοις κόποι του εβγήκες να πετάξεις, που θα πάει στρατιώτης και δε θα 'χει μήτε έναν τσιγάρο να πιει!
- Η αδερφή μου η Σουλτάνα με τα ψούνισε όλα, εγώ παράδες δεν έχω! Μήτε ο Γιάννης έχει, δεν το ξεύρεις μαμά; Και τα μαλλιά μου εκείνη πλέρωσε και με τα λούσανε και με τα σιάξανε! Και με είπε που να μη σκύβω με την κοιλιά και στεναχωράω το παιδί, ίσια με δυο χέρια που τα περνάω ώρα θέλει... Στα μισά της βδομάδας θα με πάει και στα λουτρά, που οι ατμοί βοηθούνε λέει για τη γέννα! Φοβάται και να μη πάρω κάνα κρύο κι ούτε γιατρικό δεν κάνει να πιω...
- Η Σουλτάνα.... Μπρε συ, άμα ήθελε να σε βοηθήσει, παράδες έπρεπε να σε δώκει! Να μείσκανε απέ τη δούλεψή του, για να ΄χει κι αυτός ο γιος μου που θα φύει στρατιώτης το κατιτίς του! Πόσα τον ζήτηξε ο γιατρός να σε ξεγεννήσει ξεύρεις; Πτωχοί αθρώποι είμαστε, στον καλύτερο έπρεπε να πας; Δε σε λέγω να είναι χασάπης να σε πιάσει σαν το σφαχτό, θαρρείς που κι εγώ δεν έχω την έγνοια σου; Αγγόνι θα με κάμεις, στο κεφάλι μου και παραπάνω θα το ΄χω, αμά έχει πουληθεί ολάκερος σε λέω! Της αξαδέρφης μου η κόρη μια χαρά δεν λευτερώθηκε και στα τρία της τα παιδιά; Κακό πράμα έχεις Άνθω, δεν σκέφτεσαι τίποτις! Δε σε λέω που 'σαι κακιά κοπέλα και σεβαστικιά είσαι και ήσυχια είσαι, αμά πες με τι προκοπή θα γένει, ε; Τόνε λιμπιζούντουσανε το γιο μου καν και καν κοπέλες με παράδες και σπίτια δικά τους! Μια απέ δαύτες άμα έπαιρνε, θα 'χε την κόχη του, θα εργαζούτανε αμά δε θα έμεισκε έτσι δα χωρίς τίποτις! Διε τώρα χάλι μαύρο, τι θα γένει δω πέρα; Που είχε υποχρεώσεις, δεν το ήξευρες; Κι αυτό το πράμα, το ΄να δεν τρως, τ' άλλο δε θέλεις... Όλο όξω για τοις μεζέδες όλη την ώρα, φαγιά καλά δεν ψήνουμε εδώ; Και τα κρεατερά και τα λαδερά, τι σε λείπει για; Τόνε φέρνεις και τον άντρα σου σε τέτοια θέση να στενοχωρεύεται και να μη ξεύρει τι να σε κάμει για να μη μείσκεις νηστικιά... Άμα μπείτε σε δικό σας σπίτι, κάμε ό,τι θέλεις, αμά σε μεγάλη φαμίλια μέσα τα φαγάκια πρέπει να φτουράνε...
Η Ανθούλα δεν απάντησε. Το φαρμακερό βλέμμα της κουνιάδας της την έκανε να σφίξει στην αγκαλιά της τα πακέτα και να φύγει τρέχοντας για το δωμάτιό τους. Σε λίγο άκουσε και την άλλη να έρχεται, με την κλάψα και τη μουρμούρα μόνιμα. Τα πιατικά στρώθηκαν στο τραπέζι και η αχνιστή ψαρόσουπα σερβιρίστηκε με τα λαχανικά στο λαδολέμονο. Τη φώναξαν για να φάνε όλες μαζί. Η όρεξή της, δεν τραβούσε ψαρόσουπα, αλλά θα έκανε υπομονή...
- Φάε μπρε Άνθω κομματάκι ακόμα, για δυο πρέπει να τρώγεις, δεν το ξεύρεις; Τι ουσία θα πάρει το παιδί με δυο τρεις βούκες, με λες;
- Χόρτασα, άλλο δεν πεινάω...
- Άστηνα μαμά, αφού σε λέει που δε θέλει! Ψαρόσουπα το μωρό δεν τη ζητάει, κάνα κεμπάπι άμα είχε να διείς πως τα το έκαμε μια χαψιά!
Ο Γιάννης γύρισε την ώρα που μάζευαν το τραπέζι και το πιάτο ήταν ακόμα μπροστά στη γυναίκα του.
- Καλώς το γιο μου! Κάτσε να σε βάλω να φας, ωραία σούπα έχουμε, με ψαράκια διάφορα!
- Άνθω! Ακόμα να φας εσύ; Δε σε έχω πει να μη με περιμένεις και να μείσκεις έτσι;
- Έφαγα Γιάννη μου, χόρτασα!
- Τι έφαες μπρε γυναίκα, με λες; Γιομάτο είναι το πιάτο σου, σάμπως και το λείπουνε δυο κουταλιές μονάχα! Μπα και σε τραβάει η όρεξή σου τίποτις άλλο να πάω να σε το φέρω; Πες με τι θες;
Τα χαμηλωμένα μάτια και το αμήχανο χαμόγελο της Ανθούλας, άνοιξαν τα στόματα των γυναικών. Ο Γιάννης έφαγε με όρεξη, ήπιε κι ένα ποτηράκι κρασί και στάθηκε κοντά στην ξυλόσομπα να ζεσταθεί. Στο δωμάτιό τους, τα πακέτα είχαν ανοιχτεί και καμάρωναν απλωμένα στο κρεβάτι τα γούνινα και τα παπούτσια.
- Πω πω πω! Τι είναι όλα τούτα μπρε γυναίκα; Καπέλο, γιακάς μεγάλος, παπούτσια! Που βρήκες τόσοι παράδες; Ακριβά πράματα, πολύ ακριβά!
- Η Σουλτάνα Γιάννη μου, δώρο με τα έκαμε! Τα παπούτσια ο γαμπρός μου, τα καλύτερα είναι...
- Σε τα πήρε η αδερφή σου, ε; Και στο κομμωτήριο πήες, γκιουζέλα γένηκες! Μαζί επήατε κι εκεί; Καλά σε έκαμε, αδερφή της είσαι κι αυτοί παράδες έχουνε πολλοί! Βλέπω εγώ τι γένεται στο μαγαζί, κόσμος μπαίνει και βγαίνει συνέχεια! Καλό μεροκάματο βγάνει ο Γιώργος κι έχει η Σουλτάνα μπόλικοι παράδες στη μπάνκα! Αμά, σαν η πιο μικρή που είσαι, να σε κοιτάζει πρέπει που δεν είμαστε πλούσιοι!
- Παράπονο δεν έχω, με δίνει πάντα!
- Τι σε δίνει πάντα για; Σ' έκαμε στο γάμο δώρα, σε ψούνισε κι αυτά για τις μέρες τις καλές! Τι πάντα με λες; Σάματις να σε δίνει παράδες κάμεις! Άμα με κοιτάει με ένα μάτι, την κοιτάω κι εγώ με μισό, σε το λέω να το ξεύρεις! Καλή χριστιανή άμα ητανάνε, έπρεπε να σε βοηθήσει, είσαι κι έγκυα γυναίκα! Εγώ θα φύω σε λίγο καιρό, τέσσερα χρόνια στρατιώτης θα κάμω, να σε παρασταθεί κι εκείνη! Για το παιδί δε γνοιάζουμαι, όλοι εδώ θα το μεγαλώσουνε, τζιέρι τους είναι!
Να τη μιλήσεις για να καταλάβει κι αυτή δυο πράματα σε λέω, όχι μονάχα τη φιγούρα να κοιτάει! Ωραία και καλά τα ψούνια που σ' έκαμε, αμά να την πεις που δεν έχεις παράδες που θα φύω, να σε βοηθήσει κομμάτι! Όχι όμως που εγώ το είπα και το ξεύρω, απέ μονάχη σου σε λέω να τα πεις!
- Δε μπορώ να την πω τέτοιο πράμα Γιάννη... Αυτή εφώναζε να μη σε πάρω και μ΄έλεγε ένα σωρό λόγια, παράδες θα πάω να τη ζητήσω;
- Είπε και είπε! Λες και δεν τα ξεύρω! Και οι δικοί μου είπανε, αμά εγώ σε στεφάνωσα και δεν άκουσα μήτε μάνα, μήτε αδερφάδες! Κι εσένα σε είπα μην ακούς κανένανε, εγώ είμαι εδώ! Μείσκουμε μαζί τους σ' ένα σπίτι, όξω δε μας εβγάλανε! Άιντε, βάλε το χοντρό σου το παλτό να σε πάω να φας ένα σουγλάκι, που έμεικες πάλι νηστικιά!
Άλλο που δεν ήθελε η Ανθούλα! Πέρασε σιωπηλή από την κουζίνα που κάθονταν πεθερά και κουνιάδες, στάθηκε λίγο στην πόρτα και μ' ένα χαμόγελο τις χαιρέτισε κι έφυγε πιασμένη στο μπράτσο του Γιάννη, για πίτα με ντονέρ και ξεροψημένες τηγανητές πατάτες...
Καλημέρα Μαιρούλα μου, ενδιαφέρουσα η συνέχεια, για να δούμε τι θα γίνει τώρα που θα φύγει στρατιώτης ο Γιάννης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ κοίτα να περνάς καλά και να ξεκουραστεις μέρες που είναι. Πολλά φιλιά και πολλές πολλές ευχές για τη Νέα Χρονιά.
Καλημέρα Μαράκι μου γλυκό!
ΔιαγραφήΈφυγε ο Γιάννης, μεγάλωσαν τα προβλήματα...Θα τα μάθεις, θα τα μάθεις!
Κι εσύ αγάπη μου εύχομαι να βρίσκεις λίγο χρόνο για ξεκούραση...
Με το καλό η Νέα Χρονιά, να σας φέρει όλα τα καλά!
Φιλάκια πολλά πολλά!!!
Yπέροχη η συνέχεια!Να σου ευχηθώ και χρόνια πολλά και καλές γιορτές γεμάτες ευτυχία μαζί με τους αγαπημένους σου!Φιλάκια πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπυριδούλα μου σ' ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΧρόνια πολλά, χαρούμενα κι ευλογημένα, να είσαι πάντα καλά!
Φιλάκια πολλά πολλά και πολλή αγάπη σου στέλνω!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ με πολυ ευτυχία και χαρά!!!Κάθομαι μπροστα στο τζάκι και απολαμβάνω την ιστορία...με ανυπομονησία περιμένω την συνέχεια...και ιδιαίτερα την συμπεριφορά της πεθερας...Υπέροχες όλες οι εικόνες σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφούλα μου χρόνια πολλά με υγεία και πολλές χαρές! Να χαίρεσαι την οικογένειά σου!
ΔιαγραφήΗ συνέχεια δε θα αργήσει, θα έχεις να διαβάζεις χουζουρεύοντας...χαχαχα!
Σ' ευχαριστώ πολύ, φιλιά πολλά!!!
Το πως περιμενα τις γιορτες για να σε απολαυσω δεν λεγεται!Χρονια πολλα κοριτσι μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλη χαρά μου δίνεις με τα λόγια σου πανέμορφη μανούλα!
ΔιαγραφήΧρόνια πολλά με υγεία, να χαίρεσαι την οικογένειά σου!
Φιλάκια πολλά!!!
Μαίρη μου εύχομαι να έχεις ένα υπέροχο καινούργιο χρόνο με πολλή έμπνευση και επιτυχία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ πολύ.
Z.
Σ΄ευχαριστώ πολύ Ζαμπία μου!
ΔιαγραφήΚαλή Χρονιά με υγεία και ό,τι επιθυμείς!
Φιλάκια και πολλή αγάπη!!!
Χρόνια πολλά Μαίρη μου! Υγεία, Αγάπη και Χαρά να φέρει ο νέος χρόνος στο σπιτικό σου. Ανυπομονώ να διαβάσω την συνέχεια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά !
Μαριαννάκι μου!
ΔιαγραφήΧρόνια πολλά, να χαίρεσαι την οικογένειά σου! Υγεία, ευλογία και πολλή αγάπη να σας φέρει η Νέα Χρονιά!
Δεν αργεί η συνέχεια...χαχαχαχα!
Φιλάκια πολλά πολλά!!!
Επίκαιρο το σημερινό επεισόδιο Μαιρούλα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα που βγήκαν τα μαχαίρια απ'όλο το σόι σύζυγο και πεθεροκούνιαδα ποιος τη χάρη της Ανθούλας!
Μέρες χαράς μέρες ξεκούραστες εύχομαι(γνωρίζω εκ πείρας πόσο κουραστικές είναι αυτές οι μέρες για την νοικοκυρά)με την οικογένειά σου
ο,τι καλύτερο περιμένουμε για την Νέα χρονιά!
Με φιλιά θαλασσινά!
Ζουζούκα μου χαμός γινόταν με το σόι εκεί μέσα! Του κλώτσου και του μπάτσου την είχαν την Ανθούλα!
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές αγάπη μου και για την πολύ ωραία εικόνα! Οι μέρες είναι κουραστικές βέβαια για τη νοικοκυρά αλλά λέμε πάντα και του χρόνου, να είμαστε καλά!
Καλή Χρονιά με υγεία και χαρά, να χαίρεσαι την οικογένειά σου!
Πολλή αγάπη και φιλάκια γλυκούλα μου!!!