.

.
.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Η γυναίκα στο σπίτι πρέπει να είναι κυρά κι αρχόντισσα!




Ο Θανάσης με την Ειρήνη, τη Ρηνούλα του όπως τη φώναζε, ζούσε σαν πασάς.
Ξόδευε παράδες να την ευχαριστήσει, την καμάρωνε και τη χαιρόταν και μέσα κι έξω από το σπίτι.
- Η γυναίκα στο σπίτι πρέπει να είναι  κυρά κι αρχόντισσα! Αν προσέχει τον άντρα της μια φορά, αυτός να τήνε προσέχει δέκα! Η προσοχή δεν είναι μονάχα να την ψουνίζεις και να κάμεις τα κέφια και τα λούσα της. Είναι και η αγκαλιά που τηνε κλείνει και νιώθει σιγουριά αντρίκια, είναι, η συμπαράσταση στο κάθε πρόβλημα. 
Στολίδι για το σπίτι μου ήθελα πάντα, όχι δούλα! Όσο προσπαθεί η γυναίκα για σένανε πρέπει να ανταμείβεται, αλλιώς δε στεριώνει σχέση. Ακόμα και ο καλός ο λόγος είναι δώρο, μη σε πω το μεγαλύτερο. Με άλλα μάτια κοιτάει μετά ο ένας τον άλλονε.  Η ζωή δεν είναι μόνο γλέντι, έχει και  βάσανα. Άλλος πιο μικρά, άλλος πιο μεγάλα, πάντα κάτι θα υπάρχει να σεκλετίζεσαι. Εγώ θαρρείς και δεν έχω με τη δουλειά ένα σωρό στο κεφάλι μου; Μη κοιτάς που δεν αποδείχνουμαι και όλο χάχανα είμαι, αλλιώς θα μουρλαινόμουνα.  Άμα πάντως το ζευγάρι έχει τις σωστές βάσεις τα ξεπερνάει μαζί αλλιώς ένας απ' τους δυο θα ψάξει αλλού να 'βρει παρηγοριά. 

Σήκωσε το ποτήρι ο Θανάσης και συνέχισε να μιλάει στο φίλο του το Βασίλη που είχε πάει στο σπίτι του.
- Στο κρασί που πίνω Βασιλάκη μου, προσπάθησα όσο δε φαντάζεσαι με τη Λαμπρινή. Δεν έπαιρνε ούτε απ' τα λόγια, ούτε απ' τις πράξεις. Και να ξέρεις ότι είχα έρθει και σε ρήξη με τους δικούς μου που δεν τήνε θέλανε γιατί ήτουνε πιο μεγάλη, αμά εγώ πάτησα πόδι. Και τι κατάλαβα, τη ζωή μαύρη μ' έκαμε... Αχάριστο πλάσμα και γρουσούζα που δε μονιάζει με άθρωπο η τζαναμπέτα! Πότε μπήκες στο σπίτι μου και δεν τηνε είδες με τη μούρη κάτω, ε; Δυο τρεις φορές κι αυτές πατιρντί έκανε που δεν ήθελε κανένανε εδώ! 
Διε τώρα με τη Ρηνούλα πόσο άλλαξαν όλα. Χαίρουμαι να μπαίνω στο σπίτι και να με ξεκουράζει το γιαβρί μου, το φυλλοκάρδι της ανοίγει σα με διει! Φαγάκι καλό με φτιάχνει, με περιποιείται, νοικοκυρά σε όλα της και με το γέλιο στο στόμα είναι. Κοιτώ πότε θα περάσει η ώρα να έρθω σπίτι κι όχι σαν παλιά που με πλάκωνε και έλεγα ωχ και ποιος ακούει γκρίνιες πάλι. Πίνουμε παρείτσα και το καφεδάκι μας, φεύγω πολύ ευχαριστημένος και το βράδυ πάλι με περιμένει με την αγκαλιά της ανοιχτή. 
Έξω που βγαίνουμε με λέει πάντα τι ωραία που περάσαμε, να ξαναπάμε. Πού η άλλη που μ' έλεγε όλο αχ και ουχ και παράτα με κι άιντε μόνος σου και με κρέμαγε τη μούρη.... 
Βρήκα τον άθρωπό μου Βασίλη, είμαι ευτυχισμένος. Και να σε πω, περιμένω το διαζύγιο και θα τη στεφανώσω κι ας λένε οι δικοί μου πάλι τα δικά τους, που τη χήρα θα πάρεις από δεύτερο χέρι και τέτοια. Ο συχωρεμένος δεν επρόλαβε να τη χαρεί και λες κι ο Θεός τόνε πήρε για με τη στείλει εμένανε.
Εικοσιέξι χρονών κοπέλα και τι χρυσή κοπέλα, σωστό δεν είναι να τήνε λένε σπιτωμένη...


Τον άκουσε η Ειρήνη που μπήκε αθόρυβα φορτωμένη πακέτα. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και είχε βγει στα μαγαζιά για ψώνια, πέρασε κι από το κομμωτήριο για νύχια και μαλλιά. Κοντοστάθηκε κρατώντας την ανάσα της όταν ο Θανάσης αναφέρθηκε σε εκείνη κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο Βασίλης ήταν φίλος του καλός αλλά είχε επίσης πολύ καλές σχέσεις και με το Γιώργο, τον αδερφό της Λαμπρινής. 
- Ήρθα Θανάση μου! 
Την καλωσόρισε κι αμέσως της πήρε τα πακέτα και τη βοήθησε να βγάλει το παλτό της. Χαιρέτισε θερμά το Βασίλη και κάθισε να πιει ένα κρασάκι μαζί τους αφού συμπλήρωσε ο Θανάσης λίγα μεζεδάκια στο τραπέζι. 
- Απ' το δρόμο είσαι  Ρηνούλα μου, κάτσε κομμάτι να ξεκουραστείς και βγάλε τα παπούτσια σου, πάω να σε φέρω τις παντούφλες σου. Και τι ομορφιές είναι αυτές, ωραία τα μαλάκια σου, μάτι μη σε πιάσει!
Έτσι ήταν ο Θανάσης. Τον πρόσεχε και την πρόσεχε, στα μάτια τον κοιτούσε κι αυτός έλιωνε. Επέμεινε η Ειρήνη να μείνει για το βραδινό ο Βασίλης να τους κάνει παρέα και σε μια  ώρα ανασκουμπώθηκε στην κουζίνα. Είχε ετοιμάσει από νωρίς τον κιμά, πλασμένα κεφτεδάκια έτοιμα για το τηγάνι. Πάντα όταν επρόκειτο να βγει κανόνιζε για το βραδινό τους, έτσι κι εκείνη την ημέρα. Δυο τηγάνια τσιτσίριζαν ταυτόχρονα, κεφτεδάκια και πατάτες λεπτοκομμένες. Έκοψε σαλάτες, ταυτόχρονα έψησε και λίγες πιπεριές, είχε και λίγα μπουρεκάκια από το μεσημέρι, έφταναν και για τους τρεις. 

Φεύγοντας χορτάτος ο Βασίλης τους ευχαρίστησε και την επομένη πήγε στου Γιώργου... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου