.

.
.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η Λαμπρινή


                                              


 Να την ερωτευτεί και να την παντρευτεί άντρας καλός, εύπορος κι εμφανίσιμος είναι ό,τι ονειρεύεται κάθε γυναίκα.
Το θέμα είναι τι γίνεται αν η γυναίκα μετά το γάμο θεωρεί ότι έδεσε το γάιδαρό της κι όχι απλά ξενοιάζει αλλά κάνει την έγγαμη ζωή του ανυπόφορη με τις παραξενιές και τη μόνιμη γκρίνια της.
Έτσι ήταν και η μεγαλύτερη αδερφή το Γιώργου, η Λαμπρινή, ψηλή και θεωρητική, μορφωμένη, σοβαρή, αλλά ανάποδος άνθρωπος. 
Σαν κοπέλα ελεύθερη δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα, αγαπούσε το σπίτι και το εργόχειρο, βοηθούσε στις δουλειές αλλά η ιδιοτροπία της ήταν ανυπόφορη. Όλα της έφταιγαν, όλα την ενοχλούσαν, ακόμα και το κελάηδημα της καρδερίνας στο κλουβί στην είσοδο του σπιτιού, τα νιαουρίσματα, τα γαβγίσματα, η μουσική, τίποτα δεν την ικανοποιούσε, με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένη. Για προξενιό ούτε που ήθελε να ακούσει, ούτε και γύριζε τα μάτια να δει άντρα, τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς είχαν απογοητευτεί ότι θα έμενε γεροντοκόρη έτσι μοναχικά που ζούσε κλεισμένη στο σπίτι γκρινιάζοντας συνεχώς. 
Η κυρία Δόμνα προσευχόταν νύχτα μέρα και δεν είχε αφήσει εκκλησία που να μη τάξει, είχε και την άλλη της κόρη τη Ζωίτσα, μια χαρά κοπέλα γελαστή και καλόβολη, είχε και το Γιώργο της που ήταν τόσο καλό κι εργατικό παιδί. Τελειώνοντας το σχολείο δούλευε στου πατέρα το μαγαζί που είχε ξεκινήσει μικρός σαν τσαγκάρης και με τον καιρό έγινε ένας από τους καλύτερους υποδηματοποιούς. Έμαθε τη δουλειά και μεγαλώνοντας όχι απλά κράτησε το μαγαζί αλλά το επέκτεινε και πήγαινε μια χαρά. 
Ξύπνησε ένα πρωί η Λαμπρινή κι αφού αρπάχτηκε με τη μάνα και την αδερφή της επειδή ήθελε να αλλάξουν μοδίστρα γιατί και στα ρούχα έβρισκε ελαττώματα, ήταν και το τσάι βαρύ, δεν ήταν και καλά βγαλμένη η πέτσα από το γάλα, γενικά της έφταιγαν όλα ως συνήθως, έφυγε με γκρίνια να πάει τυρόπιτα στο μπαμπά της που ήταν στο μαγαζί. Παραλάμβανε δέρματα εκείνη τη μέρα ο κύριος Ιάκωβος και μπήκε στραβομουτσουνιάζοντας η κόρη του που την ενόχλησε η μυρωδιά. 
- Μέρα που βρήκε η μαμά να με στείλει να σε φέρω τυρόπιτα, δεν έστελνε τη Ζωή καλύτερα; Πού να σταθώ δω μέσα που βρομάει γιδίλες και τραγίλες και δεν ξέρω τι άλλο, εμετός μ' έρχεται, τα άντερά μου γυρίσανε...
- Καλώς το μου το όμορφο κορίτσι μου, πάνω στην ώρα, είμαι με δυο καφέδες, πνίγομαι στη δουλειά και δεν πρόλαβα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. 
Πορτοκαλαδίτσα να πω να σε φέρουνε παιδί μου; 
- Όχι 
- Μια λεμοναδίτσα; 
- Όχι 
- Μπα και θες τσάι γιαβρί μου; 
- Όχι, τίποτες δε θέλω, που ξύπνησα και πήα να πιω τσάι και ητανάνε βαρύ και δεν πινούντανε κι αν πεις το γάλα μες στην πέτσα πάλι και να πεις ότι δεν τους τα λέω, τους τα λέω, αμά τα ίδια με κάμνουνε μάνα και κόρη αλλά βέβαιααααα εγώ είμαι η κακιά και η άλλη καλή, μη πω και για τον κανακάρη σας που τον έχετε όπα όπα και..... 
- Σους μπρε παιδάκι μου ακόμα δεν ήρθες έπιασες τη γρίνια, κόσμο έχουμε και είναι ντροπής να σε ακούνε!
Αγανακτισμένος ο Ιάκωβος βγήκε στην πόρτα κι η κόρη από πίσω έλεγε.... 
Τελευταία παραλαβή και τελείωνε, κόντευε πια μεσημέρι και δεν έβλεπε την ώρα να καθίσει να πάρει μια ανάσα και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Θα έμενε και το μεσημέρι στο μαγαζί να τακτοποιήσει κάτι παραγγελίες. Ο δερματέμπορος είχε στείλει  το γιο του να επιβλέπει και ο Ιάκωβος τον κράτησε να πιει ένα τσάι και να συζητήσουν τα σχετικά της δουλειάς. Ωραίο παλικάρι ήταν, ξύπνιο, με τα αστεία του, τα γέλια, τα πειράγματα, έφτιαξε και το κέφι του Ιάκωβου. Κάτι πήρε το αυτί του για τα παράπονα της Λαμπρινής με τη δερματίλα κι άρχισε να την πειράζει με το δικό του τρόπο, όταν ο πατέρας της του πρόσφερε ένα κομμάτι ζεστή ακόμα τυρόπιτα. 
- Πα! Τι νοστιμιά είναι αυτή, ποια καλή νοικοκυρά την έφτιαξε; 
- Η κόρη μου απέ δω, δεν την έχεις γνωρίσει τη Λαμπρινίτσα μου, ε; 
 - Κυρ Γιάκωβε, τυχερός πατέρας είσαι, να τήνε χαίρεσαι, γεια στα χέρια σου Λαμπρινή, χαρά στον όποιος σε πάρει! Λεύτερη δεν είσαι; 
- Ναι, απάντησε κοκκινίζοντας η Λαμπρινή. 
- Τσάι με τυρόπιτα σπιτικιά ποιος να με τόλεγε, μοσχοβολάει το βουτυράκι της, άμα δεν είχαμε κι αυτή τη βρόμα της δερματίλας ακόμα καλύτερα! 
- Βρόμα....ναι, σαν κάτι να με μύρισε κι εμένα αλλά ο μπαμπάς μου δεν....
- Τι ο μπαμπάς σου, που καταλαβαίνει ο μπαμπάς σου από ευαίσθητες μύτες, ε; Θα με πεις κι εσύ μπρε Θανάση που είσαι μέσα στο εργοστάσιο τι μυρίζεις, δέρματα δε μυρίζεις; Ναι αμά εγώ ξέρω και σε καταλαβαίνω κι έχεις τα δίκια σου που στράβωσες, λουλούδια έπρεπε να μυρίσεις γκιουζελίμ κοπέλα κι όχι δέρματα! 

Η Λαμπρινή εντυπωσιάστηκε με την κατανόηση που έδειξε ο νέος στην "ευαίσθητη μύτη της" κι αυτό με τα λουλούδια που είπε της άρεσε πολύ. Χαμογέλασε δειλά, προς έκπληξη του πατέρα που έβλεπε συνήθως σουφρωμένα τα χείλη της κι αντί να φύγει για το σπίτι έπιασε στα χέρια της κάποια δείγματα και τα περιεργαζόταν. 
- Τσάι να πίνω μόνος μου δε γένεται, πάρε κι εσύ κάτι να με κάνεις παρέα μπρε Λαμπρινή! 
Παράγγειλε ο πατέρας και για την κόρη του που δεν έφερε αντίρρηση και κατέβηκε μονολογώντας στο υπόγειο κάνοντας το σταυρό του. 
- Μπρε λες να.....μακάρι Παναγία μου και Χριστέ μου, χίλιες δόξες! Καλό παιδί ο Θανάσης, δουλευτάδικο, καλά στέκει κι απέ παράδες...αχ και να γενόταν ένα θαύμα... 
Στο μικρό εργοστάσιο που ήταν οικογενειακή επιχείρηση εργάζονταν τα μέλη τριών οικογενειών, θείοι και ξαδέρφια, έπεφταν καλά λεφτά στον καθένα και ήταν αγαπημένοι και μονοιασμένοι. Η οικογένεια του Θανάση δεν ήταν πάμπλουτη, εύπορη και αξιοπρεπής  ήταν με καλό όνομα, κακό γι' αυτούς δεν είχε ακουστεί ποτέ. 
- Κομματάκι δουλειά έχω κάτω Λαμπρινίτσα μου, μπα και βαρεθείς μονάχη άμα φύγει ο Θανάσης σκέπτουμαι. 
- Κυρ Γιάκωβε κάνε δουλειά σου και κρατώ εγώ παρέα την κόρη σου, άμα δε με βαριέται φυσικά! 
- Όχι καλέ, τι να βαρεθώ, με τόσα που με λες περνά καλά η ώρα, τι να κάνω και σπίτι να πάω, τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα, απάντησε αυθόρμητα η Λαμπρινή. 
Ο Ιάκωβος ξανά σταυροκοπήθηκε...

Δεν υπάρχει άντρας που να μη θέλει να εντυπωσιάζει τις γυναίκες και να τις κάνει τα κρέμονται από τα χείλη του κι ο Θανάσης δεν αποτελούσε εξαίρεση. 
Είχε ένα τρόπο γλυκό όταν μιλούσε, παιχνιδιάρικο, βλέμμα καθαρό, η Λαμπρινή για πρώτη φορά ένιωσε γοητευμένη. 
Η συμπεριφορά της σα να άλλαξε λίγο. Δεν την ενοχλούσε πλέον το κελάηδημα της καρδερίνας και σταμάτησε να φωνάζει "το σκασμό βρομοπούλι μη σε ρίξω στη γάτα να σε κάμει μια χαψά" γιατί ο Θανάσης είχε τρία πουλάκια στο σπίτι τους και τους είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν έβλεπε την ώρα να πηγαίνει στο μαγαζί τακτικά ελπίζοντας ότι θα τον ξαναδεί όμως και του Θανάση δεν του ήταν αδιάφορη. 
Κοπέλα με ήθος, εμφανίσιμη, από σπίτι καλό, αν και ήταν  λίγο μεγαλύτερή του δεν τον ενοχλούσε, άρχισε να την καλοβλέπει και πήγαινε με διάφορες δικαιολογίες κι εκείνος στο μαγαζί ώσπου ζήτησε την άδεια από τον πατέρα της να βγούνε για ένα γλυκό. 
Στολίστηκε η Λαμπρινή χάρη στην επιμονή της μάνας και της αδερφής της.  Άφησε τα μόνιμα πιασμένα σε ψηλό κότσο μακριά μαλλιά της λυτά μ΄ένα χαριτωμένο τσιμπιδάκι στο πλάι κι έδειχνε μικρότερη από τα εικοσιοκτώ της χρόνια. Τη σταύρωσε η κυρά Δόμνα, την ορμήνεψε να μην αρχίσει τις παραξενιές είτε με το μαγαζί είτε με το γλυκό είτε με καμιά μύγα κι όλα αυτά που έκανε όταν έβγαιναν έξω και άναψε τη μεγάλη καντήλα δοξάζοντας τη Χάρη Του κι ευχόμενη όλα να πάνε καλά. 

Σε ένα μήνα αρραβωνιάστηκαν και μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν με αναμμένα τα δυο ασημένια καντήλια που είχε ταμένα στην εκκλησία η μάνα της. Έρμη Δόμνα, πού να ήξερες... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου