.

.
.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Αφού το λέει το παιδί, έτσι είναι...


- Μπα που κακό χρόνο να 'χει η κουνίστρα που θα πει για το παιδί μου! 
Την κόρη της θέλει να κουκουλώσει για να μπάζει και να βγάζει τις γκόμενοι και πήανε να τόνε τυλίξουνε μάνα και κόρη! Κι αν πεις κι αυτόνε τον Αλέκο που του μιλούμε και δεν καταλαβαίνει ντιπ! Οι γυναίκες χαθήκανε που έπεσε με τα μούτρα σε δαύτηνα; Πάει, δε θα ξημερώσω, το κεφάλι με βουίζει, την πίεσή μου δεν ξέρω που με τήνε ανέβασε... 
- Σους μπρε Άνθω και γένηκες κατακόκκινη! Όλοι οι καλοί αθρώποι τήνε παθαίνουνε στη ζωή για! Ψήσε μια μπριζόλα και ρίξε πατάτες να τηγανίζουντε να φάει το παιδί να στυλωθεί. Πολύ ταλαιπωρία πέρασε, κομμάτι ησυχία τον πρέπει και καλό φαγάκι να συνέλθει. 
Στο τηγάνισμα δεν είχε απολύτως καμία ανάμειξη το λάδι. Αυτό το χρησιμοποιούσαν και μάλιστα μπόλικο μόνο στη σαλάτα, άντε και σε κάποιο φαγητό όταν νήστευαν για να μεταλάβουν. Οι πατάτες και ό,τι άλλο έμπαινε στο τηγάνι τσιτσίριζαν πάντα σε φρέσκο βούτυρο, πρωτόγνωρο για κάθε Ελληνίδα νοικοκυρά. Μέχρι και τις φακές και τα φασόλια αφού τα νερόβραζε τα στράγγιζε καλά και τα σωτάριζε με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι σε λίγο βούτυρο φρέσκο και αρκετή μαργαρίνη, ακολουθούσε η ντομάτα και βραστό νερό. 
Αυτό τελικά έκανε τη διαφορά στη μαγειρική της κι ακόμα και το πιο απλό φαγητό της ήταν πεντανόστιμο. Φορτωμένοι χοληστερίνη και τριγλυκερίδια απορούσαν πως τα απέκτησαν αφού...πρόσεχαν! 

Οι πατάτες με τη μπριζόλα, τη σαλάτα, τα τυριά και τα σαλάμια στρώθηκαν στο τραπέζι και περίμεναν τον πασά που είχε στεναχωρηθεί να φάει για να δυναμώσει.
Εκείνος είχε κλειστεί στο δωμάτιό του με τη μουσική στη διαπασών κι έλεγε ότι δεν είχε όρεξη. Ο πατέρας έξω από την πόρτα του τον παρακαλούσε μη κρυώσει το φαγητό και τα νεύρα της Μυρτώς  φαίνονταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της. Διαπληκτίστηκε μαζί τους επειδή υποστήριζαν τον κανακάρη τους που για μια ακόμα φορά τα έκανε μαντάρα. Κι αυτή η συμπεριφορά τους πια λες και ήταν μωρό ολόκληρος μαντράχαλος, ήταν η αιτία του κακού.  Κόμμα έκαναν πατέρας και γιος όσον αφορούσε τις γυναικοδουλειές του. Η Ανθούλα δεν τους μιλούσε συνήθως, μόνο στη Μυρτώ τηλεφωνούσε κι αφού της έλεγε στο περίπου τι συνέβαινε την καλούσε να πιούνε καφέ και να τα πουν από κοντά. Στις αδερφές και στην κόρη της έλεγε ελάχιστα κι αυτά όπως ήθελε. 
Με καινούργιο κουστούμι ο Αλέκος βολτάριζε τον τελευταίο καιρό. Μοστραριζόταν σαν εύπορος νέος που έψαχνε να βρει την κατάλληλη κοπέλα, είχε κάνει και μερικούς  αρραβώνες, ο πρώτος στα εικοσιδύο του που φυσικά έληξε άδοξα όπως κι οι επόμενοι. Καλή κοπέλα ήταν, είδαν όμως στην πορεία οι γονείς της ότι χαΐρι και προκοπή δεν πρόκειται να δει με το φαφλατά γαμπρό που τους πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο Αλέκος ζορίστηκε όταν επέμειναν να πιάσει δουλειά στη βιοτεχνία ενός γνωστού τους, αρνήθηκε και κάποιες άλλες προτάσεις τους και πήρε πόδι εν μία νυκτί. Τα ίδια έγιναν ξανά και ξανά με άλλες κοπέλες. Μπροστά αυτός κι από πίσω οι γονείς του.
- Ουστ απέ δω οι παλιαθρώποι που θα κάνανε το παιδί μας χαμάλη! Άμα θέλανε να το βοηθήσουν να τόνε βρίσκανε μια δουλίτσα της προκοπής, μορφωμένο παιδί είναι! 

Η μόρφωση του Αλέκου περιοριζόταν στις τρεις τάξεις του γυμνασίου και καμιά δεκαριά αγγλικές λέξεις. Οι γονείς του τον έστελναν σε φροντιστήριο αλλά αυτός αντί να παρακολουθεί τον καθηγητή, έστελνε ραβασάκια στις συμμαθήτριές του. Πετούσε κάνα χάου αρ γιου και καμάρωναν το γλωσσομαθή γιο τους... 
Στην Ελλάδα τους έλεγε, δε μαθαίνει κανείς ξένη γλώσσα. Για να μάθει τα αγγλικά σωστά πρέπει να πάει στο Λονδίνο και προς το παρόν δε γίνεται. Με αυτή την άποψη σταμάτησε φυσικά το φροντιστήριο αφού έκανε τρία χρόνια  στην ίδια τάξη. Στις καλές δουλειές παίρνουν αγγλομαθείς που σπούδασαν έξω, υποστήριζαν ο Γιάννης και η Ανθούλα. Ό,τι ήθελε τους έκανε κι εκείνοι δε μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να ψάξουν την αλήθεια.
- Αφού το λέει το παιδί, έτσι είναι...



Με τα χρόνια έκανε πολλές σχέσεις ο Αλέκος. Όλες ήταν "σοβαρές" και τους φαινόταν κοντά ο γάμος, ότι ο γιος τους ήταν άνεργος  δεν αποτελούσε πρωτεύον θέμα. 
Φορτώνονταν γλάστρα, γλυκά και δαχτυλίδι και βουρ στη νέα νύφη. Το πως πήγαιναν να ζητήσουν κοπέλα κι επέμεναν να γίνει ο γάμος σύντομα με άνεργο γαμπρό ήταν άξιον απορίας. Βέβαια οι κοπέλες δεν ήταν τυχαίες. Μοναχοκόρες ό,τι καλύτερο για  να μη μοιραστεί η όποια περιουσία στη μέση, κοπέλες με μπαμπά εύπορο, εργαζόμενες στο δημόσιο κατά προτίμηση, διάλεγε μεταξύ αυτών κι έπεφτε με τα μούτρα. Η απάντηση βέβαια που έπαιρναν από τα συμπεθεριά ήταν <<να τακτοποιηθεί ο γιος σας πρώτα σε μια δουλειά και θα έρθει κι ο γάμος>> Έπαιρναν επίσης και την απάντηση σε λίγο καιρό από το μπαμπά - μαφία ανάλογα με τη θέση του καθενός <<κι εσείς να κοιτάξετε να μπει κάπου το παιδί, δεν το παίρνετε στη δουλειά σας;>> Ή <<πείτε στον ξάδερφό σας που έχει το μαγαζί να τον πάρει, της οικογενείας είναι>>
Εκεί κάπου άρχιζε να χαλάει η μνηστεία...
-Άτυχο είναι το παιδί και δε στεριώνει, μέσον γερό δεν έχομε να τον τακτοποιούσαμε κάπου καλά. Είπαμε και που δεν είπαμε να τόνε βρούνε κάτι αλλά που...
Διες τα ανίψια μου τι δουλειές καλές έχουνε, παράδες μπόλικοι μπαίνουνε στα σπίτια τους, τι παραπάνω προσόντα έχουνε μπρε Μυρτώ μου, πες με; 
- Εμ! Πως δεν έχουνε κυρά Ανθούλα μου, οι μισοί έχουν σπουδάσει κι έχουν πτυχία, ξένες γλώσσες, αγωνίστηκαν πάνω απ' τα βιβλία. Οι άλλοι επίσης διάβασαν και τέλειωσαν τεχνικές σχολές κι είναι άριστοι στα υδραυλικά και ηλεκτρολογικά όπως μου λες. Και οι μεν και οι δε στέκονται καλά οικονομικά αλλά έβαλαν το κεφάλι κάτω κι έγιναν κάτι. 
Προσόντα χρειάζεται να έχει κάποιος για να χτυπήσει πόρτα για καλή δουλειά. Αν δεν έχει θα βολευτεί όπου βρει... 
- Προσόντα για, αυτό λέμε, σάμπως ο Αλεκάκης δεν έχει; Μέχρι και τα κομπιούτερ θα πάει να μάθει για γένει ακόμα πιο καλός! 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου