.

.
.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Και καπετάνιο Χιώτη!


- Τελικά πως χωρίσατε με το Δημήτρη; 
- Λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων. Έπεσε μεγάλη γκρίνια μεταξύ μας, άσπρο εγώ, μαύρο εκείνος. Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί για πολλά χρόνια, να γεράσουμε παρέα, αρκεί να καταλάβαινε κάποια πράγματα. Σύζυγος ήταν εξαιρετικός, στα μάτια με κοίταζε, δεν ανακατευόταν στις δουλειές μου, τι θα πάρω, γιατί να το πάρω, πόσο έχει, τι αυτό και τι εκείνο. Το έζησα κι αυτό και είναι πολύ άσχημο. Δε μπορώ να του καταλογίσω κάτι τέτοιο, τελικά ήταν μάλλον ζήλια αυτό που ένιωθε και δεν το είχε καταλάβει. Πολύτιμη στη δουλειά τους έλεγαν ότι είμαι, τα πεθερικά ήθελαν να πηγαίνω, αυτός όχι. Του έκανα κι εγώ πολλά νούμερα, μετά με παρακαλούσε αλλά δεν ήθελα, είχα πεισμώσει. 
Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε και η άλλη της αδερφή. Ενημέρωσε την πεθερά της ότι θα έφευγε για Αλεξάνδρεια και θα έμενε για είκοσι μέρες περίπου. 
Ο Δημήτρης έγινε έξαλλος που δεν του πρότεινε να πάνε μαζί κι άρχισαν άλλες φασαρίες. Η Βιβή τα άφησε όλα πίσω, άδειασε το μυαλό της από τα προβλήματα κι έφτασε στο πατρικό της γελαστή και χαρούμενη. Μια δυο μέρες μετά το μυστήριο μίλησε στην Ερασμία για το χωρισμό της κι η μάνα της έπεσε από τα σύννεφα. Φώναξε, έβρισε, εκβίασε, η Βιβή όμως ανένδοτη. 
- Καλός και χρυσός ο Δημήτρης μαμά, αλλά στο κλουβί εμένα δε θα με βάλει! Τσάμπα σπούδασα και πληρώνατε τόσα χρόνια για να μορφωθώ; Τι ζήτησα και δεν συμφωνεί; Τα παιδιά μια χαρά τα κρατάει η Ποπίτσα, γιατί να μη βγαίνω απ' το σπίτι και να εργάζομαι; Όταν λέει δε θέλει να έχω αφεντικό τι σημαίνει; Υπηρέτρια θα πήγαινα να με μειώνει ο καθένας; Στη δική τους δουλειά δε θέλει, σε άλλη δε θέλει, δε θα με τρελάνει αυτός, εγώ θα τον τρελάνω! 
- Τι είναι αυτά που λες βρε κορίτσι μου; Έτσι χωρίζουν τα ανδρόγυνα, χωρίς σοβαρά προβλήματα; Βασίλισσα σ' έχει στη σπιταρόνα, όλα τα καλά του Θεού στα πόδια σου φέρνει, πεθερά μάλαμα έχεις, τι άλλο θες δηλαδή; Με το άγριο σε πιάνω, με το καλό σε πιάνω, πουθενά δε σε βρίσκω! Ξέρεις βρε μουρλέγκω πόσες θα ζήλευαν την τύχη σου; 
- Οι όμοιές σου! Άντρα ωραίο με λεφτά και τέσσερα πέντε παιδιά να βολοδέρνουν νύχτα μέρα και να μη προλαβαίνουν να πάρουν αναπνοή. Σε είδα και σένα, μια ζωή παιδιά μεγάλωνες και τι κατάλαβες; 
- Μη με κάνεις να σε βλαστημήσω! Ίδιες είμαστε; Δυο γυναίκες έχεις, μια η πεθερά σου και μια που σου κάνει το σπίτι, πρόσεχε μη κακοπάθεις! Και γιατί δεν του είπες να έρθετε μαζί στο γάμο, θα του μιλούσα κι εγώ με τρόπο και μπορεί να του άλλαζα τα μυαλά. 
- Για να μη πάρει αέρα! 
- Άντε να χαθείς από μπροστά μου, μη σε βλέπω! 

Χάθηκε η Βιβή, άλλο που δεν ήθελε! Στο γάμο είχε έρθει κι ένας ανιψιός της μάνας της, που έτυχε το καράβι να πιάσει Αλεξάνδρεια. Γνωρίστηκαν τα ξαδέρφια κι αποφάσισε να πάει στη Χίο να δει τους συγγενείς τους. Τα κανόνισαν με τον καπετάνιο και κούνησε η Βιβή το μαντίλι στην Ερασμία φορτωμένη δώρα για το σόι. 
- Μη πεις τίποτα για χωρίσματα κι αηδίες εκεί, τα μάτια θα σου βγάλω καημένη μου! Όλοι ξέρουν ότι ο άντρας σου δε μπόρεσε να έρθει λόγω δουλειάς και με την ευκαιρία του ξαδέρφου πας να γνωρίσεις τους συγγενείς. Τις μπομπονιέρες μη ξεχάσεις να τους δώσεις, στα δώρα πάνω έχω γράψει τα ονόματα!


Όμορφος άντρας ο καπετάνιος! Αρκετά μεγαλύτερος από το Δημήτρη αλλά πολύ γοητευτικός! Μιχάλη τον έλεγαν και η Βιβή πέρασε όλο το ταξίδι σχεδόν κοντά του συζητώντας.
 Οι γυναίκες στο νησί ασχολούνταν με το σπίτι και μετρούσαν τα λεφτά τους όλη μέρα. Νοικοκυρές και οικονόμες, επένδυαν σε σπίτια και κτήματα και περίμεναν τους άντρες τους να γυρίσουν απ' τα ταξίδια, ναυτικοί ήταν οι περισσότεροι. Ο Μιχάλης ετοιμαζόταν να παντρέψει τη μεγάλη του αδερφή, μετά τη μικρότερη και στο τέλος θα έπαιρνε εκείνος σειρά. Το έθιμο αυτό ήταν νόμος απαράβατος, τα κορίτσια προικίζονταν από τον αδερφό και σε καμία περίπτωση δεν παντρευόταν το αγόρι έχοντας πίσω αδερφές ανύπαντρες. Ούτε μπορούσε να παντρευτεί η μικρότερη πριν τη μεγαλύτερη. Της μιλούσε με ενθουσιασμό για τις ομορφιές του νησιού, τη μαστίχα, τα γλυκά. 
- Δεν υπάρχει καρπός που να μη γίνεται γλυκό κουταλιού. Ακόμα και οι ελιές και τα καρότα γίνονται, θα δοκιμάσεις απ' όλα και θα μου πεις ποιο σου άρεσε περισσότερο. 
- Να σου πω, πότε όμως; Αν τύχει και ξαναβρεθούμε σε ταξίδι; 
- Όχι βέβαια, θα μου πεις όταν συναντηθούμε για περίπατο και ξενάγηση. 

Μια βδομάδα έμεινε η Βιβή στη Χίο και τις πέντε μέρες πέρασε τα απογεύματα με το Μιχάλη. Όταν έφυγε την περίμενε στο πλοίο για να τη χαιρετίσει και να ανανεώσουν το ραντεβού τους στην Αθήνα. Είχαν ανταλλάξει διευθύνσεις, δεν υπήρχε περίπτωση να χαθούν. Ταξίδεψε με όλο σχεδόν το πλήρωμα στα πόδια της, έτρεχαν να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία αφού ήταν εντολή του καπετάν Μιχάλη. Λίγες μέρες στην Κέρκυρα να δει τα παιδιά κι επιστροφή στους θείους και τη νέα δουλειά που ήταν στον Πειραιά, σε ναυτιλιακή εταιρία.Είχε μιλήσει ο Μιχάλης κι έχοντας εκείνη παραπάνω προσόντα από τους συνηθισμένους υπαλλήλους, εδραιώθηκε σε θέση ζηλευτή που της εξασφάλιζε πολλά λεφτά και ταξίδια. Συναντούσε τον καπετάνιο συχνά, της φερόταν υπέροχα, με τον καιρό τον ερωτεύθηκε κι αργούσε πια να πάει στην Κέρκυρα. Έβλεπε τα παιδιά τρεις φορές το χρόνο κι αποφάσισε να τα πάρει μαζί της για κάποιο διάστημα στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει. Ομηρικοί καβγάδες έγιναν με το Δημήτρη αλλά τον απείλησε ότι θα φύγουν εκτός Ελλάδας και δεν πρόκειται να τα ξαναδεί. Πέρασε το δικό της, επειδή ήξερε το πείσμα και τον εγωισμό της φοβήθηκε ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή. Η Πόπη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, του τόνισε ότι πρέπει να βλέπουν τη μαμά τους για να μη νιώθουν σαν ορφανά κι αφού λόγω της δουλειάς της δε μπορούσε να πηγαίνει εκείνη ας τα είχε κοντά της. Είδε κι απόειδε ο Δημήτρης, δέχτηκε με μισή καρδιά. Θα φρόντιζε να στέλνει τη μάνα του για να τα ελέγχει, θα πήγαινε κι αυτός όποτε μπορούσε. 

- Είχα γυναίκα για τα παιδιά και τα φρόντιζε. Έφευγα νωρίς το πρωί και γύριζα αργά το απόγευμα, όμως αυτά ζητούσαν τη γιαγιά που την είχαν συνηθίσει. Ήρθε η Ποπίτσα σε λίγο καιρό και ισορρόπησαν κάπως τα πράγματα. Η μάνα μου είχε προβλήματα με την αδερφή μου που ήταν έγκυος κι αιμορραγούσε, δε μπορούσε να φύγει. Μετά που γέννησε πρόωρα πάλι προβλήματα, με το ζόρι έζησε το παιδί, στους επτά μήνες δεν είχε μπει ακόμα. 

Μέλι γάλα με την πεθερά της όπως πάντα. Τα παιδιά δεν την άφηναν να φύγει κι έκλαιγαν όταν είπε ότι έπρεπε να πάει στην Κέρκυρα να δει την οικογένεια. Η άλλη της η νύφη, είχε μωρό, αλλά έμενε κοντά με τη μάνα της και η Πόπη δεν ήταν απαραίτητη.
- Είχε όμως τον πεθερό μου και το Δημήτρη, πόσο να έμενε στην Αθήνα; Τα έστειλα με τη γιαγιά να τα δει κι ο μπαμπάς τους και την κοπέλα μαζί που θα επέστρεφαν. Αυτό τράβηξε δυο τρία χρόνια, μετά που θα πήγαιναν κανονικό σχολείο έπρεπε να είναι κάπου μόνιμα. Χειμώνα στην Κέρκυρα, Χριστούγεννα και Πάσχα πήγαινα εγώ και το καλοκαίρι μαζί μου. Έπαιρνα την άδειά μου και πηγαίναμε διακοπές, όλα τα νησιά με τα παιδιά γυρίσαμε. 

Ο Μιχάλης μετά από τρία χρόνια, είχε παντρέψει και τις δυο του αδερφές. Σπίτια τους έφτιαξε, προικιά, είχε έρθει τώρα και η σειρά του. 
- Στο πλάι του, ήθελε μια γυναίκα που να αγαπάει τη θάλασσα και τα ταξίδια χωρίς να γκρινιάζει για το πότε θα γυρίσουν πίσω. Αυτή τη γυναίκα τη βρήκε σε μένα και με ζήτησε σε γάμο. Ήταν θέμα χρόνου πλέον, να πάρω το διαζύγιο από το Δημήτρη και να σκεφτώ αν θέλω να ξαναπαντρευτώ...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου