- Καλέ μαμά, ήταν όντως έτσι όμορφος και καλός αυτός ο Δημήτρης; Μου είχες πει ότι τον είχες γνωρίσει.
Η Μυρτώ ρωτούσε προσπαθώντας να καταλάβει πως και γιατί χώρισαν.
- Βέβαια τον είχα γνωρίσει! Κι εδώ τον είχε φέρει κι έξω είχαμε βγει. Ένας λεβέντης μέχρι εκεί πάνω, ομορφάντρας! Εσύ, αγέννητη βέβαια, τόσα χρόνια πάνε, τον έφερε εδώ στο σπίτι και είχα φτιάξει θυμάμαι σουτζουκάκια με πιλάφι κι άλλα διάφορα. Που να μη σώσει η τρελή, τη μπουκιά από το στόμα του έπαιρνε, έφαγες, φτάνει, όχι άλλο! Και με κοίταζε με μισό μάτι που του έβαζα στο πιάτο του ανθρώπου. Όσο έτρωγε εκείνος, τόσο λύσσαγε η Βιβή! Και να πεις ότι κατέβαζε τον άμπακο, όχι, κανονικά έτρωγε ο χριστιανός. Βγήκαμε και τρεις τέσσερις φορές, άφηνα τον αδερφό σου στη γιαγιά και θυμάμαι την πρώτη φορά, πήγαμε οι τέσσερις στην Πλάκα. Βρε, όλες τον κοίταζαν το Δημήτρη! Είχε καλούς τρόπους, ήταν πολύ ευγενικός, δεν περνούσε απαρατήρητος. Ήρθαν ξανά μετά από χρόνια, με τα παιδιά μαζί. Εσύ όταν γεννήθηκες χώριζε και με τον καπετάνιο, αλλά επειδή τηλεφωνιόντουσαν με το Δημήτρη και πάντα τη ρωτούσε για μένα, του είπε ότι έκανε η Στάσα και μια κόρη. Ήρθε σε λίγο καιρό ένα δέμα, μόλις είδαμε το όνομα λέω κάτι θα στέλνει στη Βιβή και ποιος ξέρει που βρίσκεται! Κι όμως ήταν δωράκια για σένα! Της έγραψα για το δέμα και μου απάντησε ότι δεν είχε ιδέα, δεν περίμενε τίποτα και δε σκόπευε να περάσει από Ελλάδα και να το ανοίξω. Είχε φορμάκι, κουβερτούλα, ζιπουνάκια, σκουφάκι με κασκόλ και γαντάκια κι ένα ζακετάκι! Διαβάζουμε με τον πατέρα σου το γράμμα μέσα κι έγραφε ευχές για τη μπέμπα σας κι ένα μικρό δωράκι με αγάπη. Παλαβώσαμε, από που κι ως που να το κάνει αυτό; Κύριος σου λέω! Κι ο πατέρας σου όταν του είπα ότι χώρισαν, της έστειλε μια μούντζα! Τέτοιο παιδί να χωρίσει! Τι να πω βρε παιδάκι μου, την είδα και με τους άλλους... Πάντα της άρεσε να κάνει τη ζωή της, τα παιδιά στη γιαγιά! Μα ποια πεθερά θα τα ανεχόταν όλα αυτά; Στη μούρη θα της τα 'τριβε και θα της έλεγε στρώσου και μεγάλωσέ τα!
- Ήταν τυχερή, είδες;
- Πως δεν είδα! Μέχρι και τον καπετάνιο κουβάλησε στην Κέρκυρα ο σατανάς ο μεταμορφωμένος! Πλάκες έχει να την ακούς πως τα λέει όμως! Αλλά και που να έβλεπες τη μάνα της! Ξύπνια, μούτρο, είχε τις απαντήσεις έτοιμες για όλα, της έμοιασε η Βιβή. Έλεγε καφέ, χαρτιά, κάτι με αριθμούς έκανε, προξένευε, πάντρευε, πως τα μπουρδούκλωνε η άτιμη!
Κι όλο έταζε, για να κάνει τη δουλειά της, Παντρεμένη να ήσουν και να σε έβαζε κάποιος στο μάτι που είχε η Ερασμία συμφέρον για να την εξυπηρετήσει, ελεύθερη θα του έλεγε είναι ή στη χωρίζω στο πι και φι και στη δίνω. Κι εμένα είχε τάξει σ΄ένα γιατρό και τους είχε όλους από πάνω της στο νοσοκομείο.
- Δεν είμαστε καλά βρε μαμά!
- Χαχαχαχα! Θα τη βάλουμε να μας τα πει να γελάσουμε! Κάτσε να βάλω τα φασολάκια να γίνονται, ζεστό νερό έχει, θα σηκωθεί όπου να 'ναι.
Ξύπνησε η Βιβή και η Μυρτώ αδημονούσε ν' ακούσει τα καμώματα της Ερασμίας. Από τη μια κουβέντα πήγαιναν στην άλλη πολλές φορές και δεν ήθελε να χάσει επεισόδια.
Το ροζ κουφετί νεγκλιζέ με τις σατέν κορδελίτσες, έδωσε τη θέση του στο θεόστενο κορσέ και το καλσόν κι ένα αέρινο κίτρινο φόρεμα με φαρδιές τιράντες. Απλώθηκε στον καναπέ με τη μεγάλη της κούπα, αφού έκανε πρώτα επιθεώρηση στην κουζίνα, σηκώνοντας καπάκια, να βεβαιωθεί ότι δεν παραμόνευε κάποιο κομμάτι κρέας βουτηγμένο στη σάλτσα που θα τις έκανε πάλι να λογομαχήσουν. Είπαν τα αστεία τους και σε λίγο ήρθε η κουβέντα στην Ερασμία.
- Για ποιο πράγμα είπες στο παιδί Στάσα με τη μάνα μου; Για τότε με τον πελτέ;
- Ποιο πελτέ καλέ θεία; Πες μου κι εμένα, τίποτα δεν ξέρω.
- Α! Για την Κατινίτσα, που δεν είχε πάει με άλλον άντρα πριν το γάμο!
- Και τι σχέση είχε με την Κατινίτσα και τη μαμά σου ο πελτές;
- Είχε, πως δεν είχε! Αν δεν ήταν ο πελτές, η Κατινίτσα θα έμενε ανύμφευτη μια ζωή!
- Ακούω!
- Αυτή, είχε μπλέξει με κάποιον και τραβιόταν κάνα χρόνο. Οι γονείς της δεν τον ήθελαν και με το δίκιο τους και τον έβλεπε κρυφά. Ήταν άστατος σαν χαρακτήρας, γυναικάς, δεν είχε καλό όνομα γενικά. Η Κατινίτσα δυστυχώς έμεινε έγκυος κι όταν του το είπε αυτός δεν της ξαναμίλησε και χάθηκε. Όταν ήρθε στη μάνα μου, τη σκυλόβρισε και της έριξε ένα χαστούκι που πονούσε μια βδομάδα.
- Βρε τρελή, βρε ξεμυαλισμένη, που το είχες το μυαλό σου, ε; Σε πήρε στο κρεβάτι, σε γκάστρωσε και σε παράτησε! Τόσο δα μυαλό να είχες και να πρόσεχες, τσάμπα φοβάμαι για τις δικές μου κι όλα τα κορίτσια; Αν ο άντρας σε πάρει και σε γλεντήσει, σύντομα θα σε βαρεθεί και θα σε στείλει από κει που ήρθες! Κι εσύ που τον ήξερες τι είναι πήγες μαζί του; Ανάθεμά σε, τι θα σε κάνω τώρα; Πως θα παντρευτείς, τι θα γίνει με το παιδί;
Άφαντος ο υπεύθυνος! Όσο κι αν προσπάθησαν δεν έβγαλαν άκρη. Η Ερασμία τότε σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος να κουκουλωθεί η Κατινίτσα, ήταν να πάρει άλλον αλλά έπρεπε να ξεφορτωθεί το παιδί. Υπάρχει ένα βότανο, το πολυτρίχι, που δημιουργεί συσπάσεις στη μήτρα και όταν είναι αρχή εγκυμοσύνης φέρνει την πολυπόθητη αιμορραγία. Ήπιε μπόλικο η Κατινίτσα, της έριξε και κάποια άλλα ματζούνια και σπόρους μέσα, σήκωσε και γύρισε δυο στρώματα από την ανάποδη κι ευτυχώς γλύτωσε.
Πέρασε καιρός κι αφού συνήλθε κι άρχισε να ξεθωριάζει ο έρωτάς της, έβαλε πλώρη να την παντρέψει. Καλής οικογενείας ήταν, καλή κοπέλα κι αυτή, σίγουρα όμως θα αντιμετώπιζε προβλήματα στη ζωή της. Η αρχή είχε γίνει κι άντε να σταματήσεις τις συμφορές που θα έφερνε στο σπίτι της.
- Της τον βρήκε η μάνα μου το γαμπρό. Καλό παιδί, καλή δουλειά, λιγάκι αφελής. Το τελευταίο ήταν ό,τι χρειαζόταν για να την κουκουλώσει. Είχε ένα σπουδαίο προσόν ο γαμπρός, με δυο τρία ποτηράκια τον έπιανε το πιοτί.
- Σκέψου Βιβή, αν στο τραπέζι του γάμου πιει λίγο παραπάνω τι έχει να γίνει. Ό,τι θέλουμε θα τον κάνουμε!
Έπεισαν την Κατινίτσα μάνα και κόρη να τον πάρει. Με το πες πες το αποφάσισε και ντύθηκε νύφη με τραγούδια και χαρές. Την ώρα που γλεντούσαν κι εύχονταν όλοι, Ερασμία και Βιβή πήγαν στο σπίτι κι άφησαν κάτω από το στρώμα μια σύριγγα χωρίς βελόνα, με λίγη αραιωμένη ντομάτα πελτέ σε χλιαρό νερό. Γύρισαν σα να μη συμβαίνει τίποτα και σήκωσαν τα ποτήρια. Ο γαμπρός είχε γίνει λιώμα κι η Ερασμία επανέλαβε στην Κατινίτσα για πολλοστή φορά πως θα τη χρησιμοποιήσει.
- Μετά θα τη ρίξεις κάτω από το κρεβάτι με τρόπο, μη κάνεις θόρυβο. Μη ξεχαστείς και την ξαναβάλεις στο σωμιέ, θα σε σκοτώσω καημένη μου! Πρόσεξε τις κινήσεις σου, γρήγορες και με τρόπο μη σε πάρει χαμπάρι, θα σε κλάψει η μάνα σου!
Όλα πήγαν καλά, όπως τα είχε προβλέψει.
- Χαμπάρι δεν πήρε ο χαζός ο γαμπρός, του έκανε και α και ου και κάτι κόλπα για να γίνει η δουλειά, ό,τι την είχε συμβουλέψει η μάνα μου και τον τύλιξαν για τα καλά. Παντρεύτηκε κοπέλα αγνή που δεν την είχε αγγίξει άλλος κανείς.
- Ένα καλό κάναμε, αν δεν την κουκουλώναμε, με τα μυαλά που έχει μπορεί και να έπαιρνε τον κακό δρόμο. Καλά θα περάσουν μαζί, δόξα σοι ο Θεός, πάει κι αυτό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου