.

.
.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Αν μου φέρεις κλωστή και βελόνα θα τα κοντύνω κι άλλο!




Η Βιβή είχε έρθει αεροπορικώς όπως πάντα και η οικογένεια πήγε στο αεροδρόμιο να την υποδεχτεί.
Κατέφθασε εντυπωσιακή όπως πάντα, με σιέλ συνολάκι κι ασορτί ψηλοτάκουνα πέδιλα, τσάντα και καπέλο. Τα σκούρα  μεγάλα γυαλιά ηλίου έκρυβαν σκόπιμα τα άψογα μακιγιαρισμένα μάτια της. Κοιτούσε όπου και όποιον ήθελε χωρίς να την αντιλαμβάνεται κανείς. Μετά τα φιλιά και τα καλωσορίσματα παρέλαβαν τις αποσκευές της και λίγο αργότερα μισοξαπλωμένη στον καναπέ με μια τεράστια κούπα καφέ συζητούσε γελώντας με τη Μυρτώ και τη Στάσα, τη μητέρα της. 
- Καλά, ο πιλότος κούκλος σας λέω! Ψηλός, σγουρομάλλης, γοητευτικός, με κάτι μάτια μαύρα μεγάλα, αν και μικρός είναι και παντρεμένος, φορούσε βέρα. Σιγά μη βλέπει μόνο τη γυναίκα του, τόσες αεροσυνοδοί από δίπλα του την πέφτανε! 
- Και που το κατάλαβες εσύ βρε Βιβή μου; 
- Από τα δικά μου μάτια όλα περνάνε είπαμε! Έχω πείρα Στάσα μου! 

Τους είπε τα νέα των αδερφών της, του τελευταίου ταξιδιού της στην Κύπρο που ζούσε η μεγάλη της αδερφή με την οικογένειά της, τον κουμπάρο του γαμπρού της που του γυάλισε και την παρακαλούσε να μείνει εκεί. 
- Άξιζε Βιβή; 
- Καλός ήταν, είδα όμως ότι έπινε πολύ κι αυτό δε μου άρεσε. Σιγά μην έμπλεκα με το μεθύστακα, τρία μπουκάλια κρασί ήπιε μόνος του. Άσε που δε μπορούσα να συννενοηθώ και καλά με τα άι και ούι και τζιε και τζιου τα κυπριακά. Κάτι είπε για μένα και κοίταζε τα πόδια μου, ρώτησα την αδερφή μου τι είπε, του άρεσα πολύ λέει και πιο πολύ η εμπριμέ  μου φούστα. Και θα έπεφτε στα γόνατα να με πείσει να μη φύγω, έτοιμος ήταν. Σαχλαμάρας μωρέ, επίμονος και ηλίθιος, αυτό με έκανε να τον αντιπαθήσω. Του έριξα κι εγώ μια βρισιά αράπικη με χειρονομία και ησύχασα! 
Ο αληθινός χαρακτήρας να ξέρετε, φαίνεται όταν ο άντρας μεθύσει. Εκεί θα τον καταλάβεις από τις αντιδράσεις του, αν απλά γελάει και τραγουδάει είναι μάλλον άνθρωπος καλός. Αν όμως αρχίσει να χτυπάει τα χέρια στο τραπέζι και βρίζει και φωνάζει, μακριά! Νευρικός και βίαιος είναι, καβγάδες και φασαρίες θα έχεις, άσε που μπορεί να σηκώσει και χέρι πάνω σου. 
Έτσι μια γνωστή μας ξετρελάθηκε μ' έναν κι αφού της λέγαμε μη τον πάρεις και φύγε μακριά όσο ακόμα είναι νωρίς, δε μας άκουσε κι έκανε του κεφαλιού της. Το αποτέλεσμα ήταν να πίνει σχεδόν κάθε μέρα κι αν πήγαινε να του πει μια κουβέντα τη μαύριζε στο ξύλο κι αυτήν και τα παιδιά. Αγανάχτησε και ήρθε στη μάνα μου δαρμένη να ζητήσει προστασία κι αφού της έβαλε καταπλάσματα και μολυβόνερο στα χτυπήματα, της είπε να πάει στην αστυνομία. Και που πήγε τι κατάφερε λες; Του έκαναν συστάσεις κι όταν είπε θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει να γλυτώσουν, την απειλούσε με όπλο να τη σκοτώσει. Η μάνα μου έβγαλε κρυφά τα χαρτιά και τους έστειλε στην Αθήνα τότε κι έχασε αυτός τα ίχνη τους. Η καημένη φοβόταν και τον ίσκιο της, νόμιζε ότι θα τον δει μπροστά της. Ευτυχώς μετά από δυο τρία χρόνια πέθανε και ησύχασε κι αυτή και τα παιδιά. 



Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ γιατί είχε μουδιάσει από τη μια πλευρά κι η Στάσα έτρεξε να φέρει κι άλλο μαξιλάρι για τα πόδια της. Έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει και να νιώθει άνετα, το μεγαλύτερο σόου όμως ήταν στο φαγητό. Φιλοξενούμενος χωρίς να φάει κρέας δεν γινόταν με το σκεπτικό της. Η Βιβή όμως λάτρευε τα λαδερά φαγητά που δε μαγείρευε κι έπεφτε στα φασολάκια, τον αρακά, το ιμάμ, τις αγκινάρες. 
- Δε σου είπα να μη φτιάξεις κοτολέτες; Δε σου είπα να μη κάνεις αρνιά και μοσχάρια; Εγώ δεν τα θέλω, τα άλλα θα φάω και τη χωριάτικη. 
- Μα πάρε βρε Βιβή μου και μια μπριζολίτσα στο πιάτο σου... 
- Σου είπα δε θέλω! Κρέας ψήνω κάθε μέρα με λίγη σαλάτα ή ρύζι στον ατμό. Φάτε τα εσείς αυτά, εγώ θέλω τα φασολάκια με φέτα. Και το γαύρο που είπες αύριο θα πάρεις να τηγανίσεις θα τον φάω με τα χορταράκια. Αυτά θέλω και για να μη φωνάζεις με το κρέας, μια μέρα να το κάνεις κοκκινιστό να φάω λίγο να ησυχάσεις! Κι από το λίγο δεν καταλαβαίνεις, γεμίζεις μια πιατάρα για τρία άτομα και θες να το φάω μόνη μου, άντε τώρα! 

Δυσανασχετούσε η Στάσα που έμεναν τα κρεατικά απείραχτα από τη Βιβή.

- Ο Ηλίας θ' αργήσει; Που είπε ότι πάει ο αντρούλης σου; 
- Στην αδερφή του, ήταν άρρωστη και του τηλεφώνησε για κάτι χαρτιά να πάει να δει, καλό βράδυ θα έρθει. 
- Ωραία! Άντε τότε να βάλω το νυχτικάκι μου να νιώθω πιο άνετα, χωρίς να τον φωτογραφίζω!

Άνοιξε τη μια βαλίτσα κι έβγαλε ένα σχεδόν διάφανο πράσινο νεγκλιζέ με σκούρο βολάν και φιόγκους. Το φόρεσε και μπήκε στο σαλόνι κουνώντας κωμικά τους γοφούς. 
Η μπανιέρα με το ζεστό νερό και το αφρόλουτρο την περίμενε κι εκείνη έριξε κάποιο σκούρο πράσινο υγρό από ένα μπουκαλάκι μέσα. 
- Είναι για τόνωση του δέρματος, ξέρεις πόσα βότανα έχει αυτό εδώ; Απαραίτητο για κάθε γυναίκα είναι κι επειδή εδώ δεν υπάρχει σου έφερα μερικά μπουκαλάκια. Η μπλε βαλίτσα έχει τα δώρα σας, πιστεύω να σας αρέσουν. 
Φορτωμένη όπως πάντα η Βιβή, είχε φέρει για όλους δώρα. Μπλούζες, εσώρουχα, καλσόν, νυχτικά, κολόνιες, σαπούνια, κρέμες προσώπου και σώματος, είδη μακιγιάζ, πουκάμισο με πουλόβερ για τον Ηλία. Και η Στάσα βέβαια, πάντα ξετίναζε τα τουριστικά μαγαζιά και της αγόραζε διάφορα ρούχα και πράγματα που είχαν το Ελληνικό στοιχείο, να τα παίρνει μαζί της ενθύμιο. Μας είπε πόσο μεγάλη επιτυχία είχε ένα λευκό με σιέλ φόρεμα που είχε χρυσό μέανδρο στη μέση και τα μανίκια και το φορούσε τακτικά, τη βόλευε πολύ, τους έδειχνε και την καταγωγή της. 
Ήταν ψηλή και κομψή αλλά είχε μεγάλη κοιλιά και φορούσε πάντα κορσέ και καλσόν χειμώνα - καλοκαίρι, για να δείχνουν ωραία τα πόδια της. Αυτά τα δύο μόνο τη νύχτα που κοιμόταν τα έβγαζε. Το πρώτο που έκανε το πρωί πριν ακόμα πιει καφέ ήταν να βάλει τις κρέμες της και να μακιγιαριστεί. Περνούσε με καφέ μολύβι τα φρύδια, με μαύρο το περίγραμμα των ματιών, έβαζε στις μικρές της βλεφαρίδες μάσκαρα, κραγιόν, ρουζ και μετά ξεμύτιζε στο σαλόνι. Όταν έβγαινε έξω, απαραίτητη ήταν η πούδρα, η μπλε σκιά και επιπλέον μάσκαρα. Φόρεμα ή φούστα πολύ κοντό, τόσο ώστε να τραβάει όλα τα βλέμματα πάνω της, κυρίως των ανδρών. Οι γείτονες, όταν την έβλεπαν να μπαίνει στο σπίτι, κάθονταν σχεδόν όλες τις ώρες στα μπαλκόνια ή στα σκαλοπάτια των σπιτιών τους για να τη δουν. Η Στάσα της το έλεγε και γελούσαν κι η Βιβή φορούσε ακόμα πιο κοντά για να σπάει πλάκα μαζί τους. 
- Μπα που να μη σου πω Βιβή, πιο κοντό δεν είχες να φορέσεις;
- Όχι, αλλά αν μου φέρεις κλωστή και βελόνα θα τα κοντύνω κι άλλο! 
Μια νέα κοπέλα θα περνούσε ίσως απαρατήρητη. Στην ηλικία της όμως, είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, οι γυναίκες φορούσαν φορέματα ελάχιστα πάνω απ' το γόνατο, όχι σούπερ μίνι. Εκείνη που ζούσε στο εξωτερικό ντυνόταν πάντα έτσι, όπως στα τριάντα της. 
Ανέκαθεν χάζευε η Μυρτώ αυτή την πρωινή ιεροτελεστία του μακιγιάζ και στα τότε παιδικά της μάτια η Βιβή φάνταζε σαν σταρ του σινεμά με τόσα λούσα. 
Κοκέτα ήταν και η μητέρα της αλλά ντυνόταν συντηρητικά, δεν κάπνιζε, δεν βαφόταν από το πρωί και δεν περνούσε τόσες ώρες στο μπάνιο παίζοντας με τους αφρούς, ούτε κι έβαζε τόσες κρέμες κι αρώματα όλη μέρα. 
Ήταν πολύ ωραία γυναίκα και την κοίταζαν πάντα με θαυμασμό, ακόμα κι όταν έβγαιναν με τη Βιβή. 

- Εγώ είμαι η πιο μοντέρνα αλλά εσένα κοιτάζουν όλοι κι ας τα φοράς στο γόνατο. Εμένα χάζι με κάνουν αλλά εσύ τους τραβάς γιατί έχεις φυσική ομορφιά. Φτου σου Στάσα μου, όσα χρόνια σε ξέρω ίδια είσαι, καλλονή! Τυχερός ο Ηλίας που σε πήρε, όλοι θα τον ζηλεύουν να ξέρεις. 

Αφού μούλιασε καμιά ώρα τραγουδώντας στη μπανιέρα και μισή ώρα επιπλέον για να βάλει κρέμες δυο ειδών στο σώμα, απλώθηκε στον καναπέ με φρέσκια κούπα αχνιστό καφέ. 
- Πες καλέ θεία για τη χαλάστρα που σου έκανε ο Δημήτρης. 
- Θα σου πω. Το λίγο καιρό που ήμουνα εδώ, είχα κάνει δυο τρεις γνωριμίες και κάθε μέρα είχα κι ένα ραντεβού. Τους έβλεπα και τους αξιολογούσα με την ησυχία μου, ίσως  κάποιος να μου άρεσε περισσότερο κι από το Δημήτρη. Είναι νόμος, μη πέφτεις με τα μούτρα στον πρώτο άντρα που σ' αρέσει για να μη τα σπάσεις. Δες και λίγο παραπέρα τι γίνεται, σκέψου και διάλεξε. Τι δηλαδή, σαν τη μάνα σου που την είδε και τη ζήτησε ο πατέρας σου, είπε ναι και πήγε και τον πήρε σαν τη στραβή; Έτυχε και της βγήκε καλός, μπορεί και να μη της έβγαινε. Με τα μυαλά που έχει θα τον χώριζε; Όχι βέβαια, θα προτιμούσε να υποφέρει μια ζωή. Αμ, είναι και χαζή, συνέχισε γελώντας, τέτοια γυναικάρα και να μη τη ζήσει τη ζωούλα της! 
- Σ' ακούω! Φώναξε η Στάσα από την κουζίνα. 
- Καλά κάνεις και ακους, για τα μυαλά που έχεις λέω στην κόρη σου. Μα βρε Στασάκι, δεν είχες ποτέ την περιέργεια να δεις πως είναι και με άλλον άντρα; 
Η Στάσα μπήκε στο σαλόνι σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. 
 Μωρ' συ, σαν τα μούτρα σου είμαι; Έναν άντρα γνώρισα κι έκανα οικογένεια, αυτός είναι! 
- Καλά να πάθεις! 

Έτσι περνούσαν οι μέρες, με γέλια και πειράγματα... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου