.

.
.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η Βιβή... σέρνει καράβι



Ο γάμος τους έγινε σε στενό κύκλο, με λίγους συγγενείς του γαμπρού και της νύφης. Η Βικτωρία έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της σα μάνα που δε θέλει τη νύφη. Ανέβασε πίεση, την έπιασε η καρδιά της, έσβηνε, λιποθυμούσε, το στομάχι της, το κεφάλι της, ο κόμπος στο λαιμό που την έπνιγε κι όλα αυτά τα κλασικά νούμερα. Οι αδερφές του έστησαν μεγάλους καβγάδες, τον κατηγορούσαν ότι θα πεθάνει τη μάνα τους, ότι δεν έχουν μούτρα να κυκλοφορήσουν γιατί τους δείχνουν με το δάχτυλο και χασκογελάνε με το γάμο της ντροπής. Ο μεγαλύτερος φόβος τους, απεδείχθη  τελικά ότι ήταν πως ο αδερφός τους θα τις εγκατέλειπε και θα τον έκανε "αυτή" να ξεκόψει. Μίλησαν και στον παπά που τάχα πήγαν για εξομολόγηση, μήπως αυτός κατάφερνε να τον πείσει να μη την πάρει. Η Βιβή που του έπαιρνε λόγια και τα μάθαινε όλα, τον συμβούλεψε να κάνει μια δωρεά στην εκκλησία για να τον έχει με το μέρος τους. Όταν πήγε στη Χίο, ντύθηκε σεμνά και ταπεινά, έγραψε τα ονόματα που θα διάβαζε ο ιερέας "υπέρ υγείας" και του έδωσε ένα χιλιάρικο. Γούρλωσε τα μάτια ο παπάς όταν άνοιξε το χαρτί και είδε το χαρτονόμισμα, τότε χίλιες δραχμές ήταν πολλά λεφτά και είδε τη Βιβή με άλλο μάτι. Καμία σχέση δεν είχε με την ανήθικη που του περιέγραψαν. Θεοσεβούμενη, προσκύνησε όλες τις εικόνες, άναψε κεριά, έριξε λεφτά και για το φιλόπτωχο, του είπε ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν αυτή κι ο Μιχάλης για να βοηθήσουν το ιερό του έργο.


Την προπαραμονή του γάμου, πήγαν με την Ερασμία ένα τενεκέ λάδι για τα καντήλια, καλοραμμένα σετ από ύφασμα λευκό αρίστης ποιότητας με δαντέλα για το προσκυνητάρι και την Αγία Τράπεζα, δέκα μεγάλα πακέτα καφέ, κουλουράκια, διάφορα βουτήματα κι ένα σπάνιας ομορφιάς μοναστηριακό θυμιατό με σκάλισμα. Με μαύρο ύφασμα η Ερασμία του είχε ράψει ράσο, μαζί και τέσσερις μάλλινες φανέλες και μαλακές δερμάτινες παντόφλες στο πακέτο, ήταν τα προσωπικά του δώρα. Ο ιερέας εντυπωσιάστηκε από τα πλούσια δώρα τους και δάκρυσε από συγκίνηση. Ποτέ δεν είχε ζητήσει χρήματα από τους ενορίτες, αν και οι ανάγκες της εκκλησίας ήταν αρκετές. Ο Μιχάλης και κάποιοι άλλοι θεοσεβούμενοι ναυτικοί, έδιναν κάτι που και που αλλά αυτό με τη νύφη και τη μητέρα της δεν είχε ξαναγίνει.
- Εκατό μετάνοιες έκανε ο παπάς και μας έδωσε ένα σωρό ευχές. Την Κυριακή μετά τη λειτουργία έβγαλε λόγο και μας ευχαρίστησε δημόσια, είχε πάει η θεία μου και μας τα είπε. Ήταν και οι κουνιάδες μου εκεί και πρασίνισαν από το κακό τους. Κυρίως όταν είπε ότι είχε μεγάλη τύχη ο Μιχάλης που βοήθησε ο Θεός να πέσει σε τόσο καλή οικογένεια. Μετά καλέστηκε όλο το εκκλησίασμα για καφέ και μπισκότα κι όλα αυτά που είχαμε πάει. Όλοι γύριζαν και τις κοιτούσαν τις στριμμένες, σκεφτείτε τι θα έγινε μετά στο σπίτι με τη μάνα τους. Ο γάμος έγινε στις οκτώ το βράδυ κι ο Μιχάλης ντύθηκε στου ξαδέρφου μου. 

Η πεθερά δεν πήγε, οι αδερφές και οι γαμπροί του έκοβαν βόλτες έξω από την εκκλησία και μπήκαν στο τέλος μόνο για να ευχηθούν. Δεν ήθελαν να ξεκόψουν για να τον μασάνε κανονικά όπως απεδείχθη αργότερα. Μυαλά κι αυτά! Ήταν υποχρεωμένος να σκίζεται για τα νοικοκυριά τους, που ο ίδιος είχε φτιάξει. Καταδικασμένος ο αδερφός να τραβιέται σ' όλη του τη ζωή. Η Ερασμία κατέφθασε δέκα μέρες πριν το γάμο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Έμειναν στους εκεί συγγενείς τους που είχαν μεγάλα σπίτια με πολλά δωμάτια. Ετοίμασαν με γέλια και χαρές τη νύφη που σκεφτόταν πεθερά και κουνιάδες και πείσμωνε ακόμα πιο πολύ.
- Είναι αυτές άξιες να υποτιμήσουν εμένα και να λένε ότι δεν κάνω για το γιο τους; Τον παίρνω κι εγώ για να τους μπω στο μάτι! Αυτό έλεγα συνέχεια! 
- Βρε Βιβή, για ένα πείσμα τον πήρες κι εσύ; 
- Γιατί άλλο; Σιγά μην ήθελα καλά και σώνει να ξαναπαντρευτώ. Εγώ Στάσα μου, την οικογένειά μου την είχα κάνει. Αυτός ήταν ελεύθερος κι έπρεπε να το ζήσει. Η μάνα μου έπαιρνε της Βικτορίας το μέρος κάποιες φορές, ότι είχε ελεύθερο γιο κι έκανε άλλα όνειρα, να έκανα τουλάχιστον κι ένα παιδί δικό του και τέτοια. Θύμωνα μαζί της κι είχαμε αρπαχτεί κάμποσες φορές. Αν έκανα κι άλλο παιδί, που δε θα έκανα, είχα κάνει μια επέμβαση και γύρισα τη μήτρα μου, ποια θα ήταν η ζωή μου; Δυο παιδιά στη μια πεθερά κι ένα στην άλλη; Εκεί της το σφύριξα της μάνας μου και με μούντζωσε. Μετά το καλοσκέφτηκε και είπε καλύτερα έτσι, δεν είσαι εσύ για σπίτι και παιδιά, σε άλλους μπελάδες θα μπαίναμε. 
Ο γαμπρός μου μας πάντρεψε, της Βάσως ο άντρας και την επόμενη βδομάδα φύγαμε χωρίς να χαιρετίσει τη μάνα του. Με πήρε μαζί του στο καράβι και κάναμε πολλούς μήνες να ξαναγυρίσουμε Αθήνα, στο σπίτι μας. Μείναμε λίγο και ξαναφύγαμε, στη θάλασσα περνούσαμε τα χρόνια μας. Στη Χίο πήγαμε λίγες φορές για μια δυο μέρες, σε ξενοδοχείο μέναμε κι έσκαγε η γριά. Μετά που του έλεγε να τη φέρεις, δεν πήγαινα εγώ! Η τελευταία φορά που είδα το νησί ήταν όταν έκανα τον καβγά με τις αδερφές του, είπα ή εκεί ή εδώ. 
- Τι είχε γίνει με τις κουνιάδες σου τότε Βιβή; 
- Τις "κουνιές" μου όπως έλεγαν εκεί. Τον ρουφούσαν κανονικά Στάσα, όλο λεφτά ζητούσαν, πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Ολόκληρες γυναίκες με οικογένεια, δεν επιβάρυναν τους άντρες τους σε τίποτα, όλα ο αδερφός! Ό,τι ήθελαν κι ό,τι δουλειές είχαν, στο Μιχάλη. Εκεί δεν τσιγκουνευόταν τίποτα, να βλέπουν οι άλλοι τα καλά που τους κάνει και πόσα ξοδεύει! Που ζούμε του έλεγα, τι είναι αυτά;


Ζόρικα τα πράγματα με τον καπετάνιο. Μετρούσε ακόμα και τη δραχμούλα που θα ξόδευε. Η Βιβή αρχικά δεν είχε καταλάβει τίποτα, της έκανε ακριβά δώρα, την πήγαινε σε καλά κοσμικά μαγαζιά, μετά το γάμο όμως είδε άλλον άνθρωπο. Το διάστημα που έμεναν σπίτι άρχιζε τα παράπονα.  Γιατί να πάρεις κι άλλο αφού έχεις, γιατί πάλι κρέας μαγείρεψες κι έχει από το χθεσινό φαγητό περισσέψει, μη μιλάς πολύ στο τηλέφωνο, θα έρθει ο λογαριασμός φουσκωμένος... Τον περισσότερο καιρό που ταξίδευαν τρωγόταν γιατί ψώνιζε όταν έβγαινε με τις άλλες κυρίες. Και γιατί να τρώνε έξω κι όχι στο καράβι που ήταν το φαγητό καλύτερο, τα λιμάνια είναι για να ξοδεύουν όλες τους τους κόπους των ανδρών τους σε μπιχλιμπίδια και περιττά πράγματα. Μετρούσε τα πάντα και μια φορά δε χάρηκε με την καρδιά του ένα γλέντι, γιατί θα ξόδευε λεφτά. Η Βιβή τον πρόσβαλε πολύ άσχημα όταν αρνήθηκε στους άλλους να βγουν ένα βράδυ για φαγητό και ποτό. Όσο έκαναν βόλτες και χάζευαν ήταν μια χαρά γιατί ήταν τσάμπα. Με το ζόρι κάθισαν για ένα καφέ και μετά δήλωσε ότι νυστάζει και θα πάνε για ύπνο. 
- Σκοτωμός έγινε, μας άκουσε όλο το καράβι. Οι άλλες έξω με τους άντρες τους κι αυτός να ροχαλίζει σαν το βόδι; Αυτό έκανε κάθε βράδυ μετά τη βόλτα. Κάπου είδα το λάθος μου που τον πήρα και κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα να ζήσω έτσι. Λεφτά είχε σε λογαριασμούς φουσκωμένους κι έβγαζε πολλά, τόσο πια να μετράει και τον καφέ ακόμα, γιατί έξω κι όχι μέσα; Ανακάλυψα με τον καιρό ότι λείπανε πολλά και τον ρώτησα αλλά δε μου είπε. Σκέφτηκα, τσιγκούνης είναι, για εκείνον τι να ξοδέψει; Μου μπήκε η ιδέα ότι πρέπει να τα στέλνει στη Χίο κι άρχισα τα δικά μου. Έγινα κολλητή με τον ασυρματιστή και τη γυναίκα του, της έπλεξα κάτι μπλούζες, της έραψα διάφορα και τους έπαιρνα λόγια. Κάθε μήνα έστελνε στη μάνα και τις αδερφές του, τους είχε κόψει μισθό κανονικό. Η σκεπή της μεγάλης έσταζε στο σπίτι, στείλε να τη φτιάξω. Την αυλόπορτα ήθελε να φτιάξει η άλλη, στείλε ν' αλλάξω τα κάγκελα. Η μάνα του που είχε πολύ καλή σύνταξη, έπαιρνε κι αυτή το μηνιάτικό της. 

Λύσσαξε η Βιβή και με το δίκιο της. Δεν του είπε τίποτα για ό,τι έμαθε κι έβαλε μπρος σχέδιο μελετημένο. Ζαλάδες, ναυτία, καθυστέρηση, μάλλον ερχόταν ο διάδοχος. Θα έμενε σπίτι και θα ερχόταν κι η μάνα της να την προσέχει, όσο κι αν στοίχιζε αυτό. Γιατί το όνειρο του Μιχάλη ήταν να ταξιδεύουν μαζί όσο περισσότερο γίνεται, για να μη τρέχουν τα έξοδα στο σπίτι! Φαγητό, φως, νερό, τηλέφωνο... 
Ο Μιχάλης ξετρελάθηκε με το καλό νέο. Άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά για να μη τη συγχύσει στην "κατάστασή της". Ενημερωμένη η μάνα της έφτασε στην Αθήνα και το πρώτο που θα έκανε ήταν να πάνε στο γιατρό. Ο καπετάνιος περίμενε τηλεγράφημα και σε τρεις μήνες θα ερχόταν.


- Τι γιατρό βρε μαμά, το 'χαψες κι εσύ; Μπορώ να πιάσω παιδί;  Κάτσε να στα πω όλα!
Σοφή και σωστή βρήκε την ιδέα της η Ερασμία. Ο καλύτερος τρόπος να πάρεις από τον άντρα, είναι να του πεις  για το παιδί. Θα έπαιρνε όσα μπορούσε η Βιβή να εξασφαλιστεί μαζί του, αυτό ήταν το σωστό. Μετά θα έβρισκε μια αφορμή να χάσει το παιδί και να είναι κι από πάνω! 
Του είπε ότι ήταν δυο μηνών και όλα πήγαιναν καλά. Θα είχαν πρόβλημα επικοινωνίας γιατί κάποια προβλήματα είχαν οι συνδέσεις και θα μιλούσαν ξανά σε λίγες μέρες. Μάνα και κόρη πήγαν για πέντε μέρες στην Κέρκυρα, να δουν τα παιδιά. Η Βιβή τους υποσχέθηκε ότι σύντομα θα την ξανάβλεπαν. 
- Η αποβολή θα γινόταν στο ταξίδι, Μυρτώ! Τα είχα όλα σχεδιάσει! 

Ο καπετάνιος ήρθε με δώρα, λαχταρώντας. Η Ερασμία στις δόξες της μ' ένα τραπέζι φορτωμένο μεζέδες και τα κεμπάμπ καυτερά όπως του άρεσαν.

2 σχόλια:

  1. Τι γυναίκες, τι πονηρά θηλυκά!
    Μάνα και αδερφάδες όλες τον έτρωγαν το δόλιο το Μιχάλη μα και η γυναίκα του χειρότερη την κόβω με τόσες δολοπλοκίες!

    Πολύ ωραία η γραφή σου!

    Καλώς σε βρήκα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πονηρά δε λες τίποτα Ζουζού μου, έφταιγε κι εκείνος όμως που έκανε τα μυαλά τους. Η Βιβή ήταν το κάτι άλλο, αδίστακτη και πανέξυπνη, πάντα κερδισμένη έβγαινε!

    Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, γράφεις υπέροχα και σε καλωσορίζω με πολλή χαρά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή