.

.
.

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Παστρικιές στα μέρη μας είναι οι καθαρές γυναίκες


-  Ούλοι στη Σμύρνη είχανε ζωή αλλιώτικια, τήνε γλεντούσανε και στο τραπέζι και στσι βολτέτζες και στα μπάνια και παντού. Εκτός τσι καλές ημέρες, Χριστούγεννα, Καλή Βραδιά, Πάσχα, που τσι ξεχωρίζανε κι εδώ, είχαμε και τσι  Αγίες Εορτές που ήτουνε οι ονομασίες στσι εκκλησίες. Η κάθε ενορία εόρταζε προς τιμήν του Αγίου τση κι ας μην ήχενε το όνομα κάποιος. Ησβεστώνανε, ηγυαλίζανε, ηκαθαρίζανε, ηπήαινανε στην εκκλησία ούλοι τση οικογενείας. Μεγάλη μέρα ήτουνε και η πρωτομαγιά, ηκάμανε πολλές ετοιμασίες. Θα με πεις κι εδώ πολλοί ηκάμνουνε τα στεφάνια με τα λελουδάκια, αμά πως να σε το πω, πιο απλά πράματα. Στη Σμύρνη είχενε το αντέτι κάθε οικογένεια, ήχενε χαρά να ηκάμει τα πρεπούμενα και τσι μέρες που εδώ είχανε πιο απλές. Την πρωτομαγιά να πούμε, ηγλεντούσανε από βραδύς, σαν και τα ρεβεγιόν που κάμετε εδώ για την Καλή Βραδιά. Πιοτά, γλυκά, φαγιά, τραγούδια, χοροί, ευχές για τον καλό το μήνα και την άνοιξη. Το αξημέρωτο βάναμε το στεφάνι στσι πόρτες μας και η μέρα ήτουνε πολύ εορταστική, με τα καλά τσους ούλοι ητρώανε, με τα καλά τσους βολτετζάρανε τσι εξοχές. Και το άλλο, τα σπίτια μας ήτουνε πάντα ανοιχτά τσι καλές τσι μέρες, οι οξώπορτες δεν ηκλείνανε ποτές. Εδώ οπόταν ήρταμε, με ηρωτούσανε ούλες πως και δεν βαρύνομαι να τραπεζώνω κάθε λίγο. Τσι γιορτάδες άμα ηκάμνανε τραπέζι, ηπέφτανε δυο ημέρες μετά στην ξάπλα απέ την κούραση! Χριστούγεννα αναμεταξύ τσους το φαΐ, άντε με τα παιδιά τσους σε βάνω, σόγια δεν έχουνε, γειτόνοι, φίλοι, τίποτις; 

Σουλτάνα και Ανθούλα, κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι κι αποδοκίμαζαν όσες έχουν το μαγείρεμα μπελά. Το χειρότερό τους ήταν να μπει το τσουκάλι στη φωτιά με γκρίνια. 
- Άμα μπαίνει ο τέντζερης με αχ και ουχ και γρουσουζιά, στο λαιμό σε κάθεται το φαΐ. Μήτε νόστιμο θα γένει, μήτε θα σε πάει κάτω καλά η βούκα. Καλύτερα ρίξε δυο αβγουλάκια στο τηγάνι με το γέλιο και τη χαρά, παρά ντολμαδάκια γιαλαντζί και να μουρμουράς άμα τα τυλίγεις! 
Η Μυρτώ χαμογέλασε και ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό η γαριδομακαρονάδα της Ερασμίας κι ο τρόπος που της υπαγόρευε τη συνταγή η Βιβή. Το χαμόγελο έγινε νευρικό γέλιο, όταν σκέφτηκε το <<βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή όταν καθαρίζεις τις γαρίδες>> 
- Άπαπα! Τι είν΄ τούτη για; Τις ωραίες τις γαρίδες να βλαστημάει; Σάμπως με φαίνεται κομμάτι ζεβζέκα! 
- Τση γαρίδας το άντερο το ηβγάνει ούλος ο κόσμος, τσι ακαθαρσίες τση θα ητρώει; Μπα, δεν είναι αυτές οι γυναίκες για το σπίτι, αμά με είπες που η μάνα τση ήτουνε νοικοκερά πολύ και ημαγείρευε ωραία, δεν τση ήμοιασε η κόρη τση.  Τήνε ήφαε το σούρτα φέρτα τζιέρι μου αυτήνανε και τα πολλά τα γκομενικά τση. Η μόρφωση απέ μόνη τση δεν είναι τίποτις άμα δεν είναι και εις τα πρεπούμενα εντάξει τση η γυναίκα.

- Έτσι είναι συμπεθέρα μου, με τη μόρφωση και μόνο ανοίγεις σπίτι; Όχι για! Θυμούμαι την κόρη της Αρτεμισίας, τη Χαρά, πολύ σπουδαγμένη! Και τρεις γλώσσες εμίλαε και διπλώματα είχε και πιάνο και απ' όλα ήξερε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Επαντρεύτηκε ένα χρυσό παιδί και πλούσιο και μείκανε σε μια σπιταρόνα που ταίρι της δεν είχε απέ την πολυτέλεια μέσα κι όξω. Αυτή όμως μάτια μου, άλλο δεν έβλεπε μπροστά της απέ τα βιβλία της! Που τήνε έβρισκες, που τήνε έχανες, με τα μούτρα στα βιβλία ήτουνε!
Τήνε έλεγε ο άντρας της κατιτίς να πούμε κι αυτή δεν τον άκουγε απέ την τόση προσήλωση που είχε. Τόσα ήξερε, ακόμα να μαθαίνει ήθελε, την έλειπε ένα ακόμα πτυχίο έλεγε και το κεφάλι της δεν εσήκωνε. Ο άθρωπος και με τα δίκια του, αρχίνισε τη γρίνια, που σε μιλάω και δε με δίνεις σημασία και τέτοια. Με το ζόρι να πάνε κάπου, με το ζόρι να πούνε δυο κουβέντες αναμεταξύ τους.
Με τη βούκα στο στόμα σηκωνούτανε απέ το τραπέζι και χωνούτανε στο δωμάτιο, για στο σπίτι ήτουνε, για όχι, δεν τήνε έπαιρνες χαμπάρι για!  
Η Μαρίκα έκανε το σταυρό της.
- Άλλο πάλι τούτο! Στο σπίτι τσους μέσα και δεν ημιλούσανε μη και τση ξεφύγει κάνα γράμμα; Πόσο ηβάσταξε ο γάμος; Γιατί σίγουρα θα ηχωρίσανε, έτσι δεν ηγίνηκε; 
- Ναι, ναι, στα δυο χρόνια τήνε πήρε πίσω η μάνα της, αμά ξανά τα βρήκανε το ζεύγος κομμάτι και πάλι χωρίσανε. Η Χαρά, δεν ήτουνε για παντρειά, μήτε συχνά μαγείρευε, μήτε δουλειές του σπιτιού τήνε νοιάζανε, τίποτις. Έτρεμε μπα και μείκει έγκυος και αναγκαστεί να αφοσιωθεί στο παιδί, συνεχώς σε τέσσερα πέντε χρόνια τον έλεγε. Το χειρότερό της θα ήτουνε άμα αρχίναε ο άντρας της τους τζιλβέδες!* Χα χα χα!
- Ας τήνε ηβάλουνε οι γονιοί τση τώρα σε μια γλάστρα να τήνε ποτίζουνε! Έτσι θα υπάγει η ζωή τση, με τα γράμματα. 
- Η αλήθεια, γένηκε μεγάλη και τρανή και τήνε καμαρώνουνε όλοι.  Αμά πάντα διαβάζει και τελειωμό δεν έχει, ούτε και παντρεύτηκε ξανά. Γυναίκα μόνη, δίχως άντρα, με την καριέρα της μόνο να γνοιάζεται. Και τι να το κάνεις για; Ευτυχώς που χώρισε λέμε, κρίμας για τον άντρα της θα ήτουνε να πέρναε τέτοια ζωή μαύρη, σύζυγο να 'χει, αμά γυναίκα να μην έχει!

Γελούσε η Ανθούλα που άκουγε την αδερφή της να την κατηγορεί, γιατί είχε τους λόγους της όσον αφορούσε τις φιλομαθείς γυναίκες. Είχε βάλει στο μάτι την όμορφη και μορφωμένη Πωλίνα με τα πτυχία και τη γερή προίκα για τον Αλέκο της, λες και ήταν άξιος ο γιος της να σταθεί δίπλα της. Τι κακό μ' αυτή τη γυναίκα και τον άντρα της, όπου έβλεπαν κοπέλα με προσόντα και λεφτά να την ονειρεύονται για νύφη τους...


Από δικηγορική οικογένεια η Πωλίνα, μοσχομεγαλωμένη, καλοπροικισμένη, είχε περάσει επιπλέον και στο Πολιτικό Νομικής. Ψηλή και λεπτή με καστανά μακριά μαλλιά, έβγαινε από το πατρικό της, ένα νεοκλασικό δαχτυλοδεικτούμενο, χωρίς να ξέρει αρχικά ότι είχε και δεύτερη σκιά, αυτή του Αλέκου.
Προσπάθησε να την πλησιάσει το παιδοβούβαλο κι εκείνη φυσικά δεν του έδωσε καμία σημασία. Της πούλησε γοητεία, όπως συνήθιζε, αλλά η μικρή ήταν εντελώς αδιάφορη. Έμαθε σχεδόν το καθημερινό της δρομολόγιο κι όλο τυχαία βρισκόταν μπροστά της. Η τύχη το έφερε ένα μεσημεράκι να μιλάει στο κινητό με μια φίλη της και να τη ρωτάει που ακριβώς είναι το μαγαζί που θα συναντηθούν. Ο Αλέκος περπατώντας δίπλα της σχεδόν, της ζήτησε συγγνώμη που άθελά του άκουσε τη συζήτηση κι αφού ήξερε το μαγαζί, της υπέδειξε το δρόμο. Τον ευχαρίστησε τυπικά, μπήκε στο αυτοκίνητό της κι εξαφανίστηκε.
Ταμπλάς του ήρθε που η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης δεν τους έστειλε για καφέ παρέα. Όποτε τον έβλεπε και τη χαιρετούσε θερμά, ένα ξερό γεια του έλεγε και τον άφηνε στα κρύα του λουτρού. Ο Αλέκος όμως, δεν το έβαζε εύκολα κάτω, μέχρι και πάρτι οργάνωσε σπίτι του για να την καλέσει και να έρθουν πιο κοντά. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η κοπέλα θα πήγαινε κι έδωσε εντολή να είναι όλα στην εντέλεια και προπάντων να μη μυρίζει το σπίτι τηγανίλα, παρά μόνο την κολόνια του.
Ο πατέρας πήρε τη λίστα με τα ψώνια για μεζεδάκια και ποτά και γύρισε φορτωμένος από το σούπερ μάρκετ. Στήθηκε κι ένας γερός καβγάς επειδή αγόρασε άλλη μάρκα ουίσκι και τον ξανάστειλε ο γιόκας του να το φέρει. Σιγά μη και δεν πέρναγε του κανακάρη του, που όλο διαταγές ήταν κι έτρεχαν οι γονείς σαν τα σκυλάκια.
Στρώθηκαν Ανθούλα και Γιάννης αποβραδίς στην κουζίνα κι άρχισαν τις ετοιμασίες. Φύλλα ζυμώθηκαν κι ανοίχτηκαν, μπολ με  διάφορα μείγματα μπήκαν σκεπασμένα στο ψυγείο, τα καλά ποτήρια ξαναπλύθηκαν και σκουπίστηκαν με πολλή προσοχή για να αστράφτουν. Αξημέρωτα σηκώθηκαν για τα ψησίματα, να έχει ξεμυρίσει το σπίτι μέχρι το βράδυ.  Εκείνη έπλαθε τα κεφτεδάκια κι ο άντρας της που τα είχε ζυμώσει επέβλεπε το τηγάνι. Ο Αλέκος σηκώθηκε λίγο μετά τις δέκα, καταβρόχθισε τις χοντρές φέτες ψωμιού με βούτυρο και μέλι που ετοίμασε η μάνα του, ήπιε την φρεσκοστυμμένη του πορτοκαλάδα κι ένα νες καφέ με μπόλικο γάλα εβαπορέ. Το μεσημεράκι, ζήτησε ν' ανάψει ο πατέρας του τα κάρβουνα για να του ψήσει μπριζόλες. Άλλη φούρια βρήκε το Γιάννη, βολόδερνε μόνη της η Ανθούλα στην κουζίνα που την πονούσε και το χέρι της λόγω ρευματικών. Ο  πασάς τους, διάλεγε κουστούμι και ρουφούσε την κοιλιά του για να καταφέρει να κουμπώσει το παντελόνι, μπαινόβγαινε και στην κουζίνα κι έτρωγε τους κεφτέδες πέντε πέντε. Ακολούθησαν τα τυροπιτάκια, τα λουκάνικα, η κρεατόπιτα, τα καναπεδάκια, σαν ορεκτικά...
- Τόσες ετοιμασίες κάναμε μπρε Μυρτούλα μου και διε τώρα, πουν' τηνα; Έφκιαξες και τέτοιο ωραίο γλυκάκι για τόσους νοματαίους και το σουφλέ που 'ναι φουσκωμένο ίσια με κει πάνου, να 'σαι καλά τζιέρι μου. Διε χάλι μαύρο, όλα τα παιδιά εδώ κι αυτή άφαντη! Αφού είναι φίλοι με τον Αλέκο και τήνε κάλεσε, δεν εντράπηκε να μην έρτει για; Διε τονα που είναι σεκλετισμένος, φοβούμαι μη και τόνε ανέβει το αίμα στο κεφάλι για!
- Είναι πολύ φίλοι κυρία Ανθούλα μου, σίγουρα; Έχουν επαφή, ήπιαν καφέ μαζί, μιλάνε στη τηλέφωνο; Συγγνώμη που στο λέω, αλλά σαν λιγάκι μπερδεμένα τα λέτε κι εγώ άλλα είδα...
Καταλάβαινε η Μυρτώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, συνηθισμένη ήταν. Από που κι ως που να έρθει η Πωλίνα; Τρελή για τον Αλέκο έλεγαν οι γονείς του ότι ήταν και η υποψία της έγινε βεβαιότητα, όταν βγαίνοντας από το κοντινό ζαχαροπλαστείο είδε το σκηνικό. Αυτός να τρέχει πίσω της κι εκείνη να τον αποφεύγει. Η Ανθούλα δεν το είχε παραδεχτεί, θα μάλωσαν κομμάτι και τον έκανε πείσματα, είπε.
- Καλέ, τι μπερδεμένα σε τα λέμε, αφού είναι φίλοι για! Και στο τελέφωνο μιλούνε και περίπατο πάνε και καφέ πίνουνε! 
- Σου λέει ο Αλέκος ότι μιλάνε και βγαίνουνε, ότι του είπε πως θα έρθει;
- Ε......Τι σε λέω τώρα, αφού γι αυτήνανε το έκαμε το πάρτι!
Ο αρχιψεύταρος Αλέκος, τους δούλευε ως συνήθως, αλλά τι να πεις σε κολλημένους ανθρώπους;
Την έστησε έξω από το σπίτι της με το λουλουδικό στο χέρι όπως συνήθιζε και μόλις την είδε να βγαίνει και να στρίβει το στενό, συναντήθηκαν πάλι "τυχαία". Με την ξερή καλησπέρα της τον προσπέρασε αδιάφορη κι εκείνος έτρεξε να της προσφέρει το λουλούδι και να την καλέσει στο πάρτι. Παράξενα τον κοίταξε η Πωλίνα και αρνήθηκε, εκείνος όμως επέμεινε με τις κλασικές του ατάκες: << Δε θα μ' αφήσεις να περιμένω, η βραδιά θα είναι η χειρότερη της ζωής μου αν δεν είσαι κι εσύ εκεί>> Η κοπέλα τον κοίταξε ειρωνικά και του είπε ότι δε μπορεί αρχικά γιατί διαβάζει, επίσης δεν συνηθίζει να πηγαίνει σε πάρτι αγνώστων κι ο Αλέκος απάντησε ότι θα γνωριστούν καλύτερα εκεί. Ήταν σίγουρος ότι τη γοήτευσε κι ότι η Πωλίνα θα χτυπούσε το κουδούνι και θα έπεφτε στην αγκαλιά του χορεύοντας παθητικά.

Μια μεγαλοπρεπή μούντζα εισέπραξε από τη Μυρτώ, όταν της είπε τον τρόπο που προσπάθησε να την προσεγγίσει και τη σιγουριά του ότι θα πήγαινε στο πάρτι. Οι γονείς του άρχισαν να την κατηγορούν, ότι είναι προβληματική που συνέχεια διαβάζει και το μυαλό της φύρανε, φαντασμένη κι ακατάδεκτη και δεν κάνει για το γιο τους. Ο Γιάννης άφριζε και φώναζε, έβγαζε τα κλασικά δικά του συμπεράσματα και δεν άκουγε κουβέντα. 
- Τα πολλά τα γράμματα, τόνε ζαβώνουνε τον άθρωπο! Που θα σταθεί αυτή δίπλα στον Αλέκο, διε τι λεβέντης είναι!  Αυτή, σαν αποβλακωμένη θα είναι απέ τα διαβάσματα, κομμάτι αταίριαστο είναι το πράμα για! Άμα σε λέω ήθελε, θα ερχούτανε στο πάρτι, αλλά καλά τα λέει το παιδί που είναι ψωριάρα και δεν καταδέχτηκε να έρτει! 'Αμα και οι γονιοί της φταίνε, δεν τήνε δώκανε την άδεια μάλλον, επειδής το παιδί μας δεν είναι του κύκλου τους και δεν έχουμε παράδες! Να διω τι γαμπρό θα τήνε δώκουνε και ποιος θα τήνε πάρει, τσάμπα τόσοι παράδες και σπίτια θα πάνε!
Στον κόσμο τους εντελώς...

Μπουκώθηκε η Μαρίκα ένα κομμάτι κασέρι, μια φέτα παστουρμά κι έκοψε λίγο ψωμί που το βούτηξε στην τυροσαλάτα. Μετά από λίγες γουλιές ούζο, συνέχισε την κουβέντα για τους Σμυρνιούς.
- Κοίτα να σε ειπώ Μυρτώ μου. Προχωρημένοι πολύ τότενες ήντουσανε, ηδίνανε μόρφωση στα παιδιά τσους και εις τα ωδεία για μουσική τα ηβάνανε, εδώ μόνο οι πλούσιοι τα ηκάμανε αυτά. Τα κορίτσα από μικρά τα είχανε μες στην πάστρα κι έτσι ημαθαίνανε. Ακόμα και πιο πτωχές τα ηχώνανε τσι σκάφες και τα ηκάμανε μπάνιο μετά που ηπαίζανε τσι δρόμοι και δυο βρακάκια τη μέρα τσ' ηλλάζανε οι μανάδες τσους. Αμά κι οι γυναίκες ούλες πολύ καθαρές και στα σπίτια  αμά και στο σώμα τσους. Εσώρουχα κάθε ημέρα μοσκοπλυμένα τα ήβλεπες  απλωμένα.  Ημπανιαριζούντουσανε με σαπούνια καλά, αρωματικά να πούμε, ηβάνανε αρώματα στο καθαρό το δέρμα κι ημοσκοβολούσανε. Τρίχα στο σώμα τσους δεν ήβλεπες, ίδρωτες δεν ημύριζαν ποτές. Την εβδομάδα μια φορά στα χαμάμ με τσι ώρες ηκαθούντουσανε για βαθιά καθαριότητα, όσα δεν ήπιανε το τρίψιμο με το λίφι. Εδώ στην Ελλάδα τότενες ήντουσανε αλλιώς οι γυναίκες, απεριποίητες, με τσι τρίχες τσι αμασχάλες τσε τα πόδια τσους. Μπάνιο ολόσωμο δεν ηκάμανε, πολύ σπάνιο πράμα ήτουνε, ηπλενόντουσανε τοπικά να πούμε.  Παστρικιές στα μέρη μας είναι οι καθαρές γυναίκες, πάστρα είναι η καθαριότητα. Στην Ελλάδα, ηλέγανε παστρικιές τσι ελευθέρων ηθώνε να πούμε, που ηπλενούντουσανε για να πλαγιάσουνε με τσι άντριδοι*. Οι Σμυρναίες ήντουσανε από μικρές έτσι  μαθημένες, δι αυτό τσι ηκατηγορούσανε. Τσι κιλότες ηβλέπανε κάθε ημέρα στο σκοινί κι ηλέανε ότι ηβγάνανε τα μάτια τσους τσι νύχτες! Μια θεια μου ήλεγε που τση ηφωνάξανε απέ δω που είναι ανήθικη επειδής χωνούντανε λέει στο μπάνιο συνέχεια τσε ήπλενε τα  βρακιά τση για να τσους ηξεμυαλίζει και να μπάζει και να  βγάζει! Ηγίνηκε μεγάλος σαματάς με τσι βρωμούσες που τήνε ηπιάσανε στη γλώσσα τσους τη θείτσα μου, που ήτουνε πολύ ηθική και τίμια γυναίκα. Ήτουνε άξιες να τήνε ηκακολογήσουνε, που απέ την απλυσιά τσους δεν ητολμούσες να πας κοντά τσους;  Μετά, ηγίνηκε άλλη παρεξήγηση και τότενες ηγίνηκε στο μαχαλά χαλασμός κόσμου!
Να σε πω την ιστορία τση, θες;


Τζιλβέδες - Τρυφερότητες 

Άντριδοι - Άντρες 

6 σχόλια:

  1. ...ναι ναι θέλω θέλω! Τι γλυκές προσωπικότητες. Να'σαι καλά Μαιρούλα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κι εσύ να 'σαι καλά Μαιρουλάκι μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ει μάνα μου έχει πολλή διάβασμα εδώ μέσα!!!!! με έστειλε η γιαγιά Αντιγόνη και μου πε πως εδώ μέσα θα μου αρέσει...και μ άρεσε!!!!! (θαρρώ και τη γιαγιά την έστειλε η Ginger...άμα δε λαθεύω...)

    να βρω μονο το χρόνο να ξεκινήσω απ την αρχή...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έλενα καλωσόρισες!
    Χαίρομαι που σ' άρεσε.
    Δε λαθεύεις κι ευχαριστώ τις αγαπημένες μου για τα καλά τους λόγια!

    Για να ξεκινήσεις απ' την αρχή αφού θέλεις, άσε τα νεότερα και σε δυο καφεδάκια τα διάβασες...χα χα χα!

    Φιλάκια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλέ είσαστε ανοιχτές από Απρίλη και δεν σας πήρα χαμπάρι. Καλέ! Τελικά αυτή η Mary-Ginger πολλά ξέρει. Καλέ καλώς σας βρήκαμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλέ, που να μας πάρετε χαμπάρι τριών μηνών μωρά, μήπως σας είχα πάρει εγώ που είσαστε μεγαλύτερα;
    Καλέ, αυτή η Μαιρούλα-Τζιντζερούλα είναι παντογνώστης, να την ξαμολύσουμε για γαμπρούς; Αλλά θα ξενιτευτείτε κι εσείς καλέ, στις Ουγγαρίες!

    Καλέ, καλώς ήρθατε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή