Η κόρη της η Ευσεβία, Βούλα τη φώναζαν, μεγάλωνε κι άνθιζε σαν το μπουμπούκι. Ψηλή, με μαύρα σγουρά μαλλιά, κομψή, ντυμένη ωραία, περπατούσε καμαρωτή κι έτριζαν τα πεζοδρόμια.
Μιλούσε Γαλλικά, έπαιζε πιάνο, είχε τον αέρα της χαϊδεμένης και καλομεγαλωμένης δεσποινίδος που όλοι οι άντρες ονειρεύονταν να κάνουν δική τους. Η Ζαφείρα είχε μάτια κι αυτιά παντού, η μοναχοκόρη της θα έπαιρνε τον καλύτερο.
- Άλλα όνειρα έκαμε η μάνα, άλλα η κόρη. Ήθελε να παντρευτεί από έρωτα, όπως οι γονιοί της και δεν εδεχούτανε κανένα προξενιό. Τα μικρότερα παιδιά, τα αδέρφια της, τα είχε βάλει η Ζαφείρα σ' ένα πολύ καλό σχολείο, ήτουνε εσώκλειστοι και πααίνανε κάθε βδομάδα να τους διούνε. Εκεί, γένηκε η γνωριμία με κάποιονα, που ήτουνε κηδεμόνας του ανιψιού του και τόνε έκαμε επίσκεψη.
Η Βούλα άκουσε την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά όταν την κάρφωσε το έντονο βλέμμα του κι ένιωσε να κοκκινίζει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της. Η Ζαφείρα που είχε μάτια ακόμα και στην πλάτη, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε και το μυαλό της χτύπησε συναγερμό. Δεν είπε τίποτα στην κόρη της, όταν όμως η Βούλα άρχισε να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή της κάθε φορά που θα πήγαιναν, κατάλαβε πως η μικρή είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται.
Ο νεαρός, δεν της γέμιζε το μάτι. Η διαίσθησή της δεν τη γελούσε συνήθως και η κόρη της δεν έπρεπε να κακοπέσει σε καμία περίπτωση.
Η Βούλα, έβαλε δαφνέλαιο στα μαλλιά της αρκετή ώρα πριν τα λούσει κι αφού έκανε το ζεστό μπάνιο της, άπλωσε αρωματική κρέμα στο σώμα της. Περιποιήθηκε το πρόσωπό της, τα νύχια της, διάλεξε προσεκτικά τα ρούχα που θα φορούσε κι έβαλε αρκετό άρωμα.
- Γιατί στολίστηκες έτσι; Μπα και σε καλέσανε σε χορό μετά και δεν το ξέρω;
- Δε στολίστηκα μαμά, ένα μπάνιο έκανα και ντύθηκα απλά.
- Απλά το λες αυτό εσύ; Και τόσο άρωμα και τόσο λούσο, για να πας να διεις τα αδέρφια σου;
Η Βούλα χαμήλωσε τα μάτια ένοχα και δεν έβγαλε μιλιά. Τι να έλεγε άλλωστε, ήξερε πως η μάνα της είχε δίκιο. Αμέτρητες φορές είχαν πάει στα παιδιά κι εκείνη ντυνόταν απλά και γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερες ετοιμασίες.
Άστραψε το βλέμμα του όταν την είδε να κατεβαίνει με χάρη από το αυτοκίνητο, κρατώντας δυο μεγάλα πακέτα στα χέρια της κι ένα κομψό τσαντάκι. Η Ζαφείρα του έριξε ματιά φαρμακερή που δεν άφηνε περιθώριο ούτε για μια τυπική καλημέρα. Όσο η Βούλα μιλούσε κι έτρωγε γλυκά με τα αδέρφια της στο παγκάκι του κήπου, σε απόσταση ασφαλείας από το νέο και τον ανιψιό του, η μάνα της φρόντισε να μάθει με τρόπο γι αυτόν. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς για τον κύριο Σωκράτη. Εμφανίστηκε ένα πρωινό με το μικρό και είπε ότι ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη και θα συνέχιζε τις σπουδές του στην Πόλη. Οι δουλειές τον ανάγκασαν να φύγει από τη γενέτηρά του κι ο ανιψιός του είχε ορφανέψει και δεν είχε άλλο συγγενή. Τα δικαιολογητικά που είχε καταθέσει, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία και ήταν απολύτως εντάξει στις υποχρεώσεις του.
- Τι δουλειά έκανε, δε μπόρεσε να μάθει η Ζαφείρα, κομμάτι μπερδεμένα τα λέγανε. Δεν ήτουνε της προκοπής οι πληροφορίες για να ξέρει τι γένεται με τα κείνονα. Αμά, ένα παραπάνω που φοβούτανε για την κόρη της, που τήνε έβλεπε να κάθεται στα καρφιά τόση ώρα.
Η τύχη, φάνηκε να είναι με το μέρος της Βούλας, όταν ο καθηγητής των παιδιών κάλεσε τη μητέρα τους να την ενημερώσει για την πρόοδο τους. Τα αδέρφια είχαν και τα τρία απομακρυνθεί, έτσι δεν πρόλαβε η Ζαφείρα να τη φωνάξει μαζί της. Ο Σωκράτης που παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, έστειλε με τρόπο τον ανιψιό του να ρωτήσει κάτι τα παιδιά κι έτσι ξεμονάχιασε για ελάχιστα λεπτά τη Βούλα.
- Έμαθε που μείσκουνε και τήνε είπε θέλω να σε διω. Κλείσανε το ραντεβού μάνι μάνι και δεν τους επήρε χαμπάρι κανείς! Την άλλη μέρα, η Ζαφείρα επήε στο τσάι της Δευτέρας που εκάνανε κάθε βδομάδα κι έμεικε η Βούλα να μελετήσει πιάνο. Αμά, άλλα πράματα είχε να μελετήσει! Χα χα χα χα!
Το φθινοπωρινό αεράκι δεν κατάφερε να δροσίσει τα φλογισμένα μάγουλα της Βούλας. Είχε περάσει το ωραιότερο και πιο ευτυχισμένο απόγευμα της ζωής της στο πρώτο τους ραντεβού. Ο Σωκράτης της έδωσε ένα ακόμα τρυφερό φιλί κι αποχωρίστηκαν με την υπόσχεση ότι θα περνάει να τη βλέπει κάθε βράδυ, έστω κι από μακριά. Πρόλαβε τρέχοντας να γυρίσει στο σπίτι πριν τη μητέρα της κι έκρυψε βιαστικά τα ρούχα της στη ντουλάπα. Με το νυχτικό και πάνω από τις παρτιτούρες τη βρήκε η Ζαφείρα και της χαμογέλασε στοργικά. Παρακάλεσε μέσα της να έχει μια καλή τύχη η μοναχοκόρη της, μ' έναν άνθρωπο καλό που θα την έκανε ευτυχισμένη.
Η Βούλα προσποιήθηκε ότι ήταν κουρασμένη από την πολλή μελέτη και θα ξάπλωνε νωρίς. Ήθελε να κλείσει τα μάτια μόνη στο δωμάτιό της και να ζήσει ξανά τις υπέροχες πρωτόγνωρες στιγμές, που της χάρισε ο Σωκράτης.
Από το ίδιο βράδυ, ένιωθε την παρουσία του κοντά της. Στεκόταν κοντά στη σιδερένια πόρτα του κήπου και κοιτούσε το παράθυρό της. Σαν οπτασία φαινόταν στο αχνό φως η μικρή ερωτευμένη, με τα μαλλιά της λυτά να πέφτουν απαλά στους λεπτούς της ώμους και το άσπρο μακρύ νυχτικό που διέγραφε το καλλίγραμμο σώμα της.
Τις Κυριακές στο επισκεπτήριο την κοιτούσε πάντα από μακριά με ματιά φλογερή κι έστελνε διακριτικά ένα φιλί που αναστάτωνε κάθε της κύτταρο. Κάθε Δευτέρα, απολάμβανε τα βελούδινα χείλη της και τη θηλυκή μυρωδιά της επιδερμίδα της, στα χέρια, στην πλάτη, στο λαιμό...
- Ήξερε πως να τήνε φέρει βόλτα ο ασίκης!* Την είπε που έχει επιχειρήσεις στην Ελλάδα και θα τήνε έπαιρνε να γυρίσουνε όλο τον κόσμο, τήνε φούσκωσε τα μυαλά!
Φούντωνε ο έρωτάς τους και η Βούλα άλλαζε συμπεριφορά. Ήταν μόνιμα αφηρημένη, έτρωγε λιγότερο, πρόσεχε περισσότερο την εμφάνισή της ακόμα και μέσα στο σπίτι. Κάθε βράδυ, διάλεγε κι άλλο νυχτικό, καληνύχτιζε τη μητέρα της βιαστικά και κλεινόταν από νωρίς στο δωμάτιό της. Η Ζαφείρα ένιωσε τα φίδια να τη ζώνουν κι άρχισε τις αγρυπνίες. Ο Σωκράτης, κρυμμένος πίσω από το πυκνό φύλλωμα ενός τεράστιου φυτού, παρακολουθούσε με την ανάσα κομμένη τη Ζαφείρα, που κοιτούσε προσεκτικά κάθε γωνιά του κήπου. Έπιασε μια περαστική γάτα και την πέταξε μέσα, αποπροσανατολίζοντάς την κι έφυγε με την πλάτη στον τοίχο.
Τίποτα όμως δε μένει κρυφό για πολύ, κυρίως ο έρωτας. Μια ξαφνική αδιαθεσία προφασίστηκε η Ζαφείρα και δεν πήγε στο τσάι της Δευτέρας. Δεν έμεινε όμως και στο σπίτι, χαιρέτισε την κόρη της σα να μη συμβαίνει τίποτα κι έφυγε στην ώρα της.
Τρελή από αγάπη, έτρεξε η Βούλα να βρεθεί ξανά στην αγκαλιά του Σωκράτη. Σε δύο ώρες, γυρίζοντας στο σπίτι, είδε με τρόμο στην πόρτα τη μητέρα της να την περιμένει.
- Λέγε, που και με ποιόνε ήσουνα;
- Βόλτα, μόνη μου...
- Μπες μέσα και τα λέμε!
Από άκρη σ' άκρη ακούστηκε η φωνή της Ζαφείρας που έβριζε και καταριόταν. Η μοναχοκόρη της, να έχει μπλεχτεί με κάποιον τυχαίο που δεν ήξερε κανείς ποιος είναι, τι κάνει, πως κερδίζει τη ζωή του;
Τράνταζε με όλη της τη δύναμη τη Βούλα, που πονούσαν τα χέρια της κι έκλαιγε.
- Λέγε, από πότε τόνε βλέπεις, τι σε λέει, τι σ' έκανε; Μπας και σε χάλασε; Την αλήθεια πες με!
Έτρεμε η μικρή κι ορκιζόταν ότι δεν την πείραξε.
- Είναι καλός μαμά και μ΄αγαπάει. Θα έρθει να με ζητήσει να παντρευτούμε, θα μείνουμε στη Θεσσαλονίκη και θα 'ρθεις κι εσύ μαζί.
- Μπα! Τα έχετε συμφωνημένα, ε; Θα σε πάρει και θα πάμε στην Ελλάδα! Εμένα μόνο ή και τα αδέρφια σου; Και που ξέρεις βρε χαϊβάνι ότι σε λέει την αλήθεια, ε; Γιατί να μη με το πεις πριν αρχινίσεις να τραβολογιέσαι μαζί του, να ψάξουμε, να ρωτήσουμε, να διούμε; Οι καλύτεροι σε ζητούνε που τους ξέρουμε και που σε έχουνε για την καλύτερη κοπέλα κι όλο όχι κι όχι είσαι! Άμα σε πήρε κάνα μάτι, ξέρεις τι σε περιμένει μετά, που θα βγάλεις όνομα κακό και δε θα 'χουμε μούτρα να διούμε τον κόσμο;
- Μα θα με στεφανώσει μαμά...
- Να βγάλεις το σκασμό! Αυτό θα το διούμε! Κι από σήμερα θα μείσκεις εδώ, στο σπίτι, ούτε θα ΄ρθεις να διεις τα αδέρφια σου, θα πω που είσαι κομμάτι άρρωστη. Και θα φωνάξω τη θεία Χαρίκλεια να σε φιλάει, γιατί εμπιστοσύνη καμία δε σε έχω!
Ασίκης - Αγαπητικός - Αυτός που έχει επιτυχία στις γυναίκες - Λεβεντόπαιδο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου