.

.
.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Η Ζαφείρα


Γέμιζε η Σουλτάνα τα μπολ με τις νοστιμιές της. Αλουμινόχαρτο για να τυλίξει τα μεγάλα κομμάτια πίτας και γυάλινα βαζάκια για τουρσί. 
- Πάντα μου κρατώ μερικά στη άκρη μέσα στα ντουλάπια, για να δίνω κατιτίς! Πολύ εξυπερετικά είναι για!
Άνθω, πιάσε κείνα τα πιατελάκια, όχι αυτά, τα μεγάλα, να σας βάλω μπακλαβά!  Όχι μη με λες Μυρτώ μου, δε σε είπα που έκανα παραπανίσια για να μην έχετε μαγερέματα αύριο; 
Ένα ζέσταμα, μια σαλατίτσα κι όξω απ' την πόρτα! Χα χα χα χα!

Η Μαρίκα γελούσε γλεντώντας το ουζάκι της. Η Σουλτάνα είχε τηλεφωνήσει στο γιο της έγκαιρα, να μην έρθει ακόμα να την πάρει. 
- Έχουμε καλή παρέα εδώ μπρε Ιάκωβε, τρώμε και πίνουμε! Να μην έρτεις ακόμα, άστηνα κομμάτι εδώ, ξεχνάει και τον πόνο του ποδαριού της με την κουβεντούλα.
Τι; Η θεία σου η Λαμπρινή θα έρτει; Πότε σε είπε; Α! Καλά, καλά. 

Η Ανθούλα κούνησε το κεφάλι της με απελπισία. 
- Πάλι θα σ' έρτει η ανάποδη; Με ποιόνε τα 'βαλε αυτή τη βδομάδα για;
- Με το Σπύρο, το γιο της συχωρεμένης της Ζαφείρας. Ό,τι θυμάται χαίρεται, σάμπως και δεν τήνε ξέρεις; 
- Επειδής τήνε ξέρω σε ρώτησα για, μια ζωή τρώγεται η τζαναμπέτα! Και τι την έκανε ο άθρωπος;
- Τι την έκανε! Τι την κάνει ο κοσμάκης γενικά μπρε Άνθω; Τήνε είδε λέει στη στάση που περίμενε το λεωφορείο και δεν την είπε να τήνε πάει με το αυτοκίνητο. Την άλλη μέρα, είδε τη γυναίκα του και την έκανε παράπονα. Αμά, ο Σπύρος δεν τήνε είχε διει, στο κινητό εμίλαε ο χριστιανός και το τιμόνι εκρατούσε με το άλλο χέρι, στη στάση θα έριχνε τα μάτια του; Απέ την ώρα που σχόλασε ίσια με το σπίτι, μίλαε με τον πελάτη που τον χρωστάει κάτι παράδες,  Ευτυχώς που δεν τήνε είπε ο γιος μου ότι είσαστε εδώ, πρώτη και καλύτερη θα αριβάριζε, μη και τήνε πέσει λέξη κάτου και θα 'χαμε και τη γρίνια της.
Καθίστε κομμάτι, νωρίς είναι να φύγετε για! 

Η Ανθούλα συμφώνησε με τη Μυρτώ να μείνουν για καμιά ωρίτσα ακόμα. Είπε η Σουλτάνα στη Μαρίκα για τη Λαμπρινή και τη νέα παρεξήγηση.
- Κληρονομιά με τήνε αφήκανε συμπεθέρα μου η μάνα κι ο αδερφός της, Θιός σχωρέστους. Στη Ζωίτσα δεν πολυπάει, τήνε ξίνισε τώρα κι ο γαμπρός της και κρατάει μούτρα. Μπρε, όσο ζούσε η κυρά Ζαφείρα, καλά την είχαμε όλοι, εκαθούτανε πόσες ώρες εκεί, έτρωε, έπινε, γκρίνιαζε, καλά ήτουνε. Από όταν συχωρέθηκε κι αυτή, παλούκια έχει και δεν τήνε χωρεί το σπίτι. Καλά παιδιά έβγαλε η Ζαφείρα όμως, είδες κι εδώ που προκόψανε και είναι μια χαρά όλοι; Καλή μάνα ήτουνε, αν και είχε κομμάτι τον αγέρα της πλουσίας και τήνε είχανε περί πολλού στην Πόλη, δεν ήτουνε φαντασμένη.
- Ήταν πλούσια όντως κυρία Σουλτάνα; Καλοπέρασε στα χέρια της η κουνιάδα σου πάντως, ε; 
- Αν καλοπέρασε; Βέβαια, με το παραπάνω! Κοίτα να σε πω, πολύ πλούσια δεν ήτουνε, αυτό που λέμε εύπορη. Ο άντρας της ήτουνε έμπορος, με δυο μαγαζιά, είχε κι εκείνη τον τρόπο της, ο μπαμπάς της την έδωκε σπίτι μεγάλο και λίρες προίκα. Το δαχτυλάκι της στο νερό ούτε που το 'βαζε, γυναίκα είχε πάντα της για τις δουλειές και την κουζίνα. Εμαγείρευε αυτή πάντα, αμά τα τεντζερέδια και το νεροχύτη, ή άλλη τα έπλενε.
Ήτουνε πολύ της εκκλησίας και της φιλοπτώχου, μάζωχνε παράδες, ρούχα, τρόφιμα, όλα για τις φτωχοί και τα ορφανά. Ντυνούτανε πολύ ωραία, αν και ήτο παχιά γυναίκα, περιποιημένη πολύ ήτουνε, την άρεσαν τα λούσα. Εδιάβαζε πολύ όλα της τα χρόνια, την αρέσανε πολύ τα αισθηματικά βιβλία και αυτά που γινούντανε στη ζωή. Πολύ κυρία ήτουνε, όξω δεν πολυέβγαινε για καφέδες και τέτοια στις γειτόνισσες, αμά στο σπίτι της όλο κόσμο είχε. Όλους τους άκουε, συζητούσαν για τα πάντα, αμά κουσελιάρα δεν ήτουνε να βγάζει στη φόρα τα μυστικά του κόσμου.

Όποια είχε πρόβλημα, στη Ζαφείρα κατέφευγε. Καθισμένη αναπαυτικά στο μιντέρι* της, με τη βελούδινη ρόμπα και τον καφέ στο μικρό τραπεζάκι δίπλα. άκουγε προσεκτικά την κάθε πονεμένη ιστορία που εξομολογούνταν οι αξιοπρεπείς φίλες της. Μετά έβαζε σε σειρά τα γεγονότα, έψαχνε την αιτία και προσπαθούσε να βρει τρόπο να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του.
- Σε το είπε αυτό, αμά φταις κι εσύ! Δεν τόνε πιάνουμε απ' τα μούτρα τον άντρα μόλις μπει στο σπίτι! Σεκλετισμένος και μπαϊλντισμένος απέ τη δουλειά είναι, άστονα να πάρει μια ανάσα. Να φάει κομμάτι, να χαλαρώσει κι έπειτα με τον καφέ τα λες, με τρόπο πάντα. Άμα τόνε περιμένεις στην οξώπορτα έτοιμη για καβγά, πάει, τα χάλασες όλα! Μια, δυο, θα πει την ώρα και τη στιγμή που ήρτε, δεν το καταλαβαίνεις;


Πανέξυπνη η Ζαφείρα, στα είκοσι χρόνια που έζησε με τον άντρα της, του έλεγε σε όλα ναι και στο τέλος γινόταν πάντα  το δικό της. 
Παντρεύτηκαν από έρωτα τρελό, με τις ευλογίες των γονιών τους. Απέκτησαν τρία παιδιά και η ζωή τους κυλούσε ήρεμη στο σπίτι με τον ωραίο κήπο, Οι τριανταφυλλιές ανέβαιναν στα παράθυρα, φορτωμένες μπουμπούκια που άνοιγαν και γέμιζαν ευωδιά τα δωμάτια. Η Ζαφείρα ανάσαινε με ευδαιμονία κάθε πρωί και σκεφτόταν πόσο ευτυχισμένη ήταν. Ο άντρας της την αγαπούσε πολύ, είχε όλα τα καλά στο σπίτι της, τα παιδιά τους όμορφα και γερά, πόσο ωραία ήταν η ζωή της! Απολάμβανε τις εξοχές, τα μπάνια, τα καλά φαγητά, τα ωραία και ακριβά ρούχα. 
Επτά μεγάλα δωμάτια είχε το σπίτι τους. Φωτεινά, με ζωγραφισμένα ταβάνια, ωραία έπιπλα και πολλές δαντέλες σχεδόν παντού.
Η κρεβατοκάμαρά τους με το αέρινο ύφασμα που κρεμόταν πάνω απ' το κρεβάτι τους, τη σκαλιστή ντουλάπα και το ανάκλιντρο, ήταν το ησυχαστήριό τους. Εκεί πήγαιναν όταν ήθελαν να μιλήσουν κρυφά από τα παιδιά, που γύριζαν σαν σβούρες σε όλο το σπίτι. Το μπουντουάρ της είχε μεγάλη συλλογή από αρώματα σε σκαλιστά μπουκαλάκια, χρωματιστά βαζάκια με πομάδες, χτένες με ασημένια λαβή, τη μπιζουτιέρα με τα κοσμήματά της κι ένα μεγάλο καθρέφτη. Ύφασμα με βολάν μεταξωτό, κατέβαινε μέχρι το γυαλισμένο πάτωμα και στην άκρη η καπελιέρα της. Αγαπούσε τις ώρες που περνούσε καθισμένη εκεί, χτενίζοντας τα μαλλιά της και καθαρίζοντας προσεκτικά το πρόσωπό της με την αρωματική λοσιόν.


- Είναι νόμος, το πρόσωπο να μη το αφήνεις να μαραζώνει. Θα το καθαρίζεις καλά, κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς. Μετά θα απλώνεις την πομάδα έτσι απαλά, σα να αγγίζεις βελούδο. Το πρωί μόλις πλυθείς, θα αφήνεις λίγη υγρασία στο δέρμα και μη το τραβολογάς με την πετσέτα. Άμα το κακομεταχειρίζεσαι, γλήγορα θα ζαρώσει και θα γιομίσεις ρυτίδες. Μπόλικη πομάδα και το πρωί, να το κρατάει μαλακό όλη μέρα και μην ξεχνάς το λαιμό που είναι πιο ευαίσθητος! Άρωμα στο λαιμό δεν βάνουμε, το οινόπνεμα είναι ο οχτρός του! Άντε μετά να βάνεις ντεκολτέ ή κολιέ και να σε τονίζει τις ζάρες, αυτό να μη το ξεχνάς ποτές! 

Τίποτα δεν έδειχνε να σκιάζει την ηρεμία της, ως τη στιγμή που ένα αγκάθι τσίμπησε τον άντρα της στο πόδι, ένα καλοκαίρι που παραθέριζαν. Δεν έδωσαν σημασία, συνηθισμένο ήταν, του έβαλε μια πομάδα για τη φαγούρα κι έπεσαν το βράδυ να κοιμηθούν. Το πρωί, ένα ελαφρύ πρήξιμο τον ενόχλησε αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν, θα περνούσαν ένα μήνα στη θάλασσα με τα παιδιά και τις παρέες τους.
Το πρήξιμο μεγάλωσε κι έκανε μια μικρή πληγή, που δηλητηρίασε το σώμα του. Έσβησε σε λίγες μέρες στο δρόμο για το νοσοκομείο, με το όνομα της Ζαφείρας στο στόμα του. Έμεινε χήρα με τρία παιδιά στα τριανταοχτώ της χρόνια, χάνοντας έτσι άδικα τον αγαπημένο της σύζυγο και τη γη κάτω απ' τα πόδια της.

- Πέρασε πολλά μέχρι να συνέλθει η άμοιρη, Κι εκείνα τα παιδάκια της μικρά, βλέπανε τη μαμά τους να λιώνει σαν το κερί μέρα τη μέρα. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν κοιμούτανε, όλο κλάμα και μοιρολόγι ήτουνε. Κλεισμένη στο σπίτι, ένα χρόνο έκαμε να ανοίξει τα παραθύρια της, ακόμα και στην εκκλησία δεν έβγαινε να πάει μετά τα μνημόσυνα του αντρός της.
- Και τα μαγαζιά; 
- Τα νοίκιασε κι έπαιρνε τις παράδες, εισόδημα. 

Στα δύο χρόνια η Ζαφείρα, σήκωσε το κεφάλι ψηλά παίρνοντας τις αποφάσεις της. Έβγαλε τη μαύρη πλερέζα που φορούσε μόνιμα και μίλησε στα παιδιά με χαμόγελο. Τους είπε ότι ο μπαμπάς έφυγε, όμως αυτοί θα συνέχιζαν τη ζωή τους, θα τον θυμόντουσαν πάντα και θα ήταν καλά και χαρούμενοι για να τους βλέπει από ψηλά και να χαίρεται. Άνοιξε το σπίτι ξανά, αφού έβγαλε τα σεντόνια που κάλυπταν τους καθρέφτες και τα μαύρα πανιά από την πόρτα.
- Σα να λέμε συμπεθέρα, άλλος άνθρωπος ηγίνηκε η Ζαφείρα! Ήπρεπε βέβαια, τρία παιδιά είχε, πως να ηγινούντανε; Το καλό βέβαια ήτουνε που είχε τα σπίτια τση, τα μαγαζιά και πολλοί παράδες, γιατί χήρα με παιδιά και πτωχή, δράμα είναι. Ο θάνατος είναι πάντα θάνατος, αμά όταν έχεις τον τρόπο σου, ηγίνουνται πιο απλάι πολλά πράματα.  Και μετά τι απόκαμε, υπανδρεύτηκε άλλονα;
- Μπα, άλλος άντρας στη ζωή της δεν εμπήκε! Με το σχωρεμένο ερωτευμένη μια ζωή ήτουνε και να πεις που δεν τήνε ζητήσανε; Έτσι έμεικε, μόνη, από τόσο νέα. 

Φορώντας μαύρο ταγέρ και τυρμπάν, η Ζαφείρα μπήκε ξανά στη ζωή, περνώντας τις ώρες της στα τσάγια και τα καλέσματα των καλών κυριών της εκκλησίας. 


Μιντέρι - Καναπεδάκι

2 σχόλια:

  1. δεν έχω internet τούτες τις μέρες και μάλλον δε θα έχω για κανένα μηνα ακόμα...
    μαζεύονται πολλά και ποτε θα προκάμω δεν ξέρω...
    χαίρομαι όμως που θα τα διαβάσω μαζεμένα...τα αγάπησα σαν και τη Λωξάνδρα μου την αγαπημένη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ελενάκι, σε καταλαβαίνω που θα είσαι χωρίς ίντερνετ τόσο καιρό, υπομονή...

    Το να αγαπήσεις τόσο πολύ τις απλές και ταπεινές μου ιστορίες όσο τη Λωξάντρα, είναι κάτι που δεν περίμενα και με τιμά απίστευτα αυτό.

    Πολλά φιλιά και να περνάς καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή